Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Η Αγχίαλος στο χώρο και στο χρόνο

Άρθρο Ευθ.Τσάμη, δημοτικού συμβούλου, μέλους Δ.Σ. ΔΟΕΠΑΠ-ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Δήμου Βόλου (με αφορμή την επέτειο της 30ης Ιουλίου)

Η 30η Ιουλίου είναι μία φορτισμένη ημέρα για την ιστορία της Νέας Αγχιάλου, είναι μία ημέρα που ανασύρει από την συλλογική μνήμη των Αγχιαλιτών οδυνηρές αναμνήσεις, αφού είναι συνδεδεμένη με την καταστροφή της γενέτειρας των πρώτων κατοίκων αυτής της πόλης, της Αγχιάλου της Μαύρης Θάλασσας. Την 30η Ιουλίου του 1906 η όμορφη Αγχίαλος του Εύξεινου Πόντου, η αγαπημένη Αχελώ των Βυζαντινών, πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς, παραδομένη στο μίσος των Βουλγάρων εθνικιστών, ως αποτέλεσμα του σχεδίου προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας από το Βουλγαρικό κράτος. Η Βάρνα, η Μεσημβρία, η Φιλιππούπολη, ο Πύργος, η Αγχίαλος, αλλά και άλλες πόλεις της περιοχής ουσιαστικά αποτέλεσαν το τελευταίο προπύργιο του Ελληνισμού στην Βόρεια-Ανατολική Θράκη. Η περιοχή αυτή με την συνθήκη του Βερολίνου το 1878  ονομάσθηκε Ανατολική Ρωμυλία, λόγω του ελληνικού της πληθυσμού που ήταν πλειοψηφικό, και ανακηρύχτηκε αυτόνομη περιοχή της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το 1885 το Βουλγαρικό κράτος, που είχε ιδρυθεί και αυτό με την συνθήκη του Βερολίνου, προσαρτά αυθαίρετα την Ανατολική Ρωμυλία. Η πράξη αυτή πραγματοποιήθηκε με την ανοχή των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, στα πλαίσια της εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους και σκοπό είχε τον διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την αύξηση των ζωνών επιρροής τους. Η Σερβία αντέδρασε σε αυτήν την κίνηση της Βουλγαρίας, αλλά ηττήθηκε, ενώ η αντίδραση της Ελλάδας με την επιστράτευση που κήρυξε, ακυρώθηκε από τις μεγάλες δυνάμεις με τον αποκλεισμό που επέβαλαν στο λιμάνι του Πειραιά. Από τότε άρχισε η συστηματική προσπάθεια του Βουλγαρικού κράτους για εθνοκάθαρση της περιοχής από το επικρατούν ελληνικό στοιχείο, στα πλαίσια των πρακτικών που εφαρμόσθηκαν στις περιοχές της διαλυόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδίως στην Βαλκανική χερσόνησο με την ανοχή αν όχι την παρότρυνση των μεγάλων δυνάμεων. Θα μπορούσε λοιπόν να χαρακτηρισθεί ο διωγμός του ελληνικού στοιχείου της Ανατολικής Ρωμυλίας ως η ‘πρόβα τζενεράλε’ και για τις μετέπειτα εθνοκαθάρσεις που πραγματοποιήθηκαν τα επόμενα χρόνια στην Βαλκανική και στην Μικρά Ασία. Τέλος η διαμάχη της Ελλάδας με τη Βουλγαρία στο λεγόμενο Μακεδονικό ζήτημα και η αδυναμία των Βουλγάρων να επιβάλουν την πολιτική τους στην περιοχή της Μακεδονίας μετά την σθεναρή αντίσταση της Ελλάδας, είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της επιθετικότητας των Βουλγάρων εναντίον του ελληνικού στοιχείου της Ανατολικής Ρωμυλίας. Αυτό σε συνδυασμό με την αδυναμία της Ελλάδας να προστατεύσει τους έχοντες ελληνική συνείδηση κατοίκους της περιοχής, είχε ως τραγική κατάληξη την πυρπόληση της Αγχιάλου και την εκδίωξη των Ελλήνων της περιοχής από τη γενέθλια γη τους.
Η Αγχίαλος κτισμένη στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας τον 5ο αιώνα π.Χ. από άποικους Μιλήσιους, διατήρησε αναλλοίωτη την ελληνικότητά της για 2500 χρόνια, παρά τις επιδρομές που υπέστη κατά διαστήματα από διάφορους λαούς. Αποτέλεσε, μαζί με τις υπόλοιπες πόλεις των παραλίων και της ενδοχώρας της Ανατολικής Θράκης, μία αλυσίδα πόλεων με ελληνική συνείδηση που έφθασε μέχρι τις αρχές του φοβερού 20ου αιώνα.
Η ζωή της πόλης ήταν συνεχής. Κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας  ονομάσθηκε Ουλπία Αγχίαλος, ενώ κατά την διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας η Αγχίαλος αποτέλεσε σημαντικό στρατηγικό κέντρο ελλιμενισμού για τα πολεμικά πλοία των Βυζαντινών, τα χελάνδια, που επόπτευαν την Μαύρη Θάλασσα και την γύρω χερσαία περιοχή. Κατακτήθηκε το 1453 μαζί με την Κωνσταντινούπολη από τους Οθωμανούς που λόγω του πλούτου που απέφεραν οι προσοδοφόρες αλυκές της  την αποκαλούσαν ‘αλτίν μπαχτσεσί’ (χρυσό κήπο).
Μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, στην Αγχίαλο εγκαταστάθηκαν πολλοί επιφανείς Βυζαντινοί της Κωνσταντινούπολης, (μεταξύ των οποίων και ένας κλάδος των Παλαιολόγων και Καντακουζηνών), και από αυτούς αναδείχθηκαν πολύ σημαντικά πρόσωπα που χρησιμοποιήθηκαν από την Οθωμανική αυτοκρατορία σε εξέχουσες θέσεις της διοίκησης. Παράλληλα από την Αγχίαλο προήλθαν σημαντικά στελέχη της Ορθοδοξίας, όπως πατριάρχες και μητροπολίτες, ενώ πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών ήταν αγχιαλίτικης καταγωγής. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της φιλομάθειας που χαρακτήριζε τους κατοίκους αυτής της πόλης και της αγάπης τους για την γνώση με συνέπεια την συνεχή άνοδο του πνευματικού τους επιπέδου. Η Αγχίαλος αποτέλεσε πνευματικό κέντρο της περιοχής  και είχε άμεση σχέση με άλλα μεγαλύτερα κέντρα του Ελληνισμού, όπως την Κωνσταντινούπολη, τη Φιλιππούπολη, την Αθήνα, αλλά και πόλεις της Ευρώπης. Εξαιτίας αυτών των σχέσεων οι κάτοικοι της πόλης  έρχονταν σε συνεχή και άμεση επαφή με τις νεωτεριστικές και προοδευτικές ιδέες της εποχής, ιδίως με αυτές του ρεύματος του διαφωτισμού της Ευρώπης του 18ου  & 19ου αιώνα. Η μόρφωση των παιδιών τους ήταν στις προτεραιότητές τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή της καταστροφής της η Αγχίαλος διέθετε αρρεναγωγείο, παρθεναγωγείο, δημοτικό σχολείο και νηπιαγωγείο, ενώ λειτουργούσε από το 1703 Ελληνικό σχολείο, το οποίο απέκτησε ιδιόκτητο κτίριο το 1792. Να σημειωθεί ότι τα έξοδα λειτουργίας των σχολείων αυτών προέρχονταν αποκλειστικά από χορηγίες και δωρεές, χωρίς καμία κρατική βοήθεια.
Ο τρόπος ζωής των κατοίκων ήταν κυρίως  αστικός και σημαντικό ρόλο στη ζωή τους έπαιζαν τα σωματεία και πολιτιστικοί σύλλογοι, όπως ο φημισμένος «Φιλοπρόοδος σύλλογος», με σημαντική συμβολή στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της πόλης με θεατρικές παραστάσεις, μουσικές και άλλες κοινωνικές και πνευματικές εκδηλώσεις. Η οικονομία της πόλης ήταν ανθηρή και βασιζόταν στην γεωργία, ιδίως στην αμπελοκαλλιέργεια, στην αλιεία, στο εμπόριο (ήταν σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο) και στις αλυκές. Οι επιρροές  που δέχονταν οι κάτοικοι της πόλης από την επαφή τους με τις προοδευμένες κοινωνίες της εποχής επηρέασαν τον χαρακτήρα τους, την συμπεριφορά τους και την νοοτροπία τους. Αποτέλεσμα  όλων αυτών ήταν η κοινωνία τους να είναι ανοικτή, προοδευτική και εξωστρεφής και να διαφέρει χαρακτηριστικά από άλλες περιοχές, ιδίως στα ενδότερα της Βουλγαρίας. Ουσιαστικά ήταν ένας ακόμη σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα των εκτός του τότε Ελλαδικού κράτους προοδευτικών ελληνικών κοινωνιών με υψηλό πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη και γενικότερα η Μικρά Ασία  με την πολυπολιτισμική κουλτούρα που τους διέκρινε.
Η καταστροφή της Αγχιάλου την 30η Ιουλίου 1906 επέφερε και την οριστική διακοπή αυτού του τρόπου ζωής του Ελληνισμού της περιοχής και το πέρασμα σε οδυνηρές περιπέτειες για τους κατοίκους αυτών των περιοχών, που είναι αυτές της προσφυγιάς και του ξεκληρίσματος από τις πατρογονικές εστίες. Οι τραγικές σκηνές τις επιβίβασης των απελπισμένων και αλλοφρόνων προσφύγων σε πλοία που εστάλησαν από την Ελλάδα με τα ελάχιστα υπάρχοντα που μπορούσαν να μεταφέρουν, είναι γνωστές από τις αφηγήσεις των ίδιων των προσφύγων και από την ιστορική καταγραφή που αφηγήθηκε αργότερα τα δεινά των δύσμοιρων Αγχιαλιτών αλλά και των άλλων περιοχών της Ανατολικής Ρωμυλίας. Και είναι παρόμοιες με αυτές που ξανάζησε αργότερα ο Ελληνισμός με την Μικρασιατική καταστροφή το 1922 αλλά και το 1974 με την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η κοινή γνώμη της Ελλάδας ξεσηκώθηκε και διοργανώθηκαν συλλαλητήρια συμπαράστασης στην Αθήνα και όχι μόνο, υπέρ των προσφύγων Αγχιαλιτών, ενώ πύρινα άρθρα γράφτηκαν στις εφημερίδες της εποχής εναντίον αυτού του ανοσιουργήματος που διέπραξε ο βουλγαρικός εθνικισμός με την ανοχή των Μεγάλων Δυνάμεων, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα αφού η Ελλάδα των αρχών του 20ου ήταν ανήμπορη να αντιδράσει. Οι πληγές της από την οδυνηρή ήττα από τους Τούρκους το 1897 δεν είχαν επουλωθεί και το πολιτικό σύστημα της χώρας παρέπαιε και βρισκόταν σε μεταβατική περίοδο, αναζητώντας τον βηματισμό που έμελλε να τον βρει μετά την επανάσταση στο Γουδί και την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Οι πρόσφυγες Αγχιαλίτες μεταφέρθηκαν όπως-όπως στην Ελλάδα με πλοία και μετά από πολλές περιπέτειες οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στον Αλμυρό με σκοπό να βρεθεί ο τόπος που θα τους φιλοξενήσει και θα δημιουργήσουν την νέα τους πατρίδα. Μετά από διάφορες προτάσεις και συζητήσεις, τελικά επελέγη ως τόπος εγκατάστασης των προσφύγων το τσιφλίκι του Τοπάλη στην σημερινή περιοχή της Νέας Αγχιάλου και Μικροθηβών. Να σημειωθεί ότι αδιαπραγμάτευτη ήταν η επιθυμία τους  να παραμείνουν όλοι μαζί και να μην διαχωριστούν και μοιραστούν σε διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας. Το τσιφλίκι αγοράσθηκε από το ελληνικό κράτος και αποδόθηκε στους πρόσφυγες, οι οποίοι προτίμησαν η νέα τους πόλη, η Νέα Αγχίαλος, να κτισθεί στην περιοχή Καινούργιο που ήταν παραθαλάσσιο και τους θύμιζε την πατρίδα τους. Ο θεμέλιος λίθος της πόλης τέθηκε την 30η  Σεπτεμβρίου 1907 από τον τότε διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο, παρουσία των πριγκίπων, του Μητροπολίτου Αθηνών και του Βόλου, του υπουργού Οικονομικών, βουλευτών και δημάρχων Αλμυρού και Βόλου. Η πολιτεία ήθελε με την παρουσία σημαντικών προσώπων της να δηλώσει την υποστήριξή της προς τους πρόσφυγες και την συμπαράστασή της στα δεινά που υπέστησαν. Μετά από μερικές μέρες άρχισε η ανέγερση των νέων κατοικιών που έφθασαν στον αριθμό των 960, ενώ συγχρόνως οι πρόσφυγες άρχισαν να καλλιεργούν την γη της νέας τους πατρίδας. Με την ολοκλήρωση της ανέγερσης των κατοικιών πολλοί εγκαθίσταντο σε αυτές, ενώ συγχρόνως  κατέφθαναν Αγχιαλίτες και από άλλες περιοχές της Ελλάδας, και ταυτόχρονα εντάσσονταν επιτυχώς  στον νέο οικισμό και οι γηγενείς κάτοικοι των γύρω περιοχών που προϋπήρχαν των προσφύγων Αγχιαλιτών.
Η αρχική χαρά τους και ο ενθουσιασμός τους  για την εύρεση επιτέλους περιοχής προς εγκατάσταση όμως γρήγορα έμελλε να εξατμισθεί και να μετατραπεί σε θλίψη, λόγω του μεγάλου αριθμού προσβολής των προσφύγων από την ελονοσία που προερχόταν από το τρομερό έλος της περιοχής, το οποίο εθεωρείτο από τα πιο επικίνδυνα στην Ελλάδα. Ο νέος τόπος εγκατάστασής τους αποδείχθηκε όχι μόνο αφιλόξενος αλλά και επικίνδυνος.  Η έλλειψη στοιχειωδών κανόνων υγιεινής, η ταλαιπωρία των οργανισμών τους από τις κακουχίες και η έλλειψη ικανής ιατρικής περίθαλψης , παρά τις μεγάλες προσπάθειες των τότε ιατρών αλλά και φαρμακευτικής αγωγής, πολύ γρήγορα είχε σαν αποτέλεσμα να αρρωστήσουν εκατοντάδες, με πολλά θύματα, τόσα που γέμισαν ένα νεκροταφείο δέκα στρεμμάτων και αναγκάσθηκαν να δημιουργήσουν καινούργιο. Η έλλειψη οργάνωσης από το κράτος για την σωστή υποδοχή των προσφύγων και οι θάνατοι από την ελονοσία, είχαν σαν αποτέλεσμα πολλοί πρόσφυγες να εγκαταλείψουν την Νέα Αγχίαλο και να εγκατασταθούν σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και άλλοι να επιστρέψουν στην παλιά τους πόλη αποκτώντας βουλγαρική υπηκοότητα. Αυτό είχε σαν αρνητική συνέπεια την απώλεια σημαντικού και αξιόλογου ανθρώπινου δυναμικού που θα ήταν απαραίτητο για την καλύτερη ανάπτυξη της νέας τους πατρίδας. Έτσι στην Νέα Αγχίαλο παρέμειναν αυτοί που δεν ήθελαν να φύγουν  και αυτοί που δεν μπορούσαν να φύγουν ακόμη και για οικονομικούς λόγους. Η αποξήρανση των ελών, που ήταν και η μόνη δραστική αντιμετώπιση της ελονοσίας εκείνη την εποχή, λόγω της ανικανότητας και της αναποτελεσματικότητας του ελληνικού κράτους ολοκληρώθηκε τελικά το 1925 και το αποτέλεσμα ήταν η άμεση και ραγδαία υποχώρηση της ασθένειας. Επί πλέον νοσηρότητα και θάνατοι εκείνη την εποχή παρουσιάσθηκαν και από την Ισπανική γρίπη του 1918 αλλά και από την φοβερή φυματίωση που προσέβαλε σε μεγάλο αριθμό τους ταλαιπωρημένους από τις κακουχίες οργανισμούς των προσφύγων, που σε συνδυασμό με την απουσία κατάλληλης  φαρμακευτικής αγωγής, καθιστούσαν την νόσο σχεδόν ανίατη.
Ωστόσο, παρά τις αντίξοες συνθήκες, η αδάμαστη θέληση των προσφύγων να δημιουργήσουν την νέα τους πατρίδα, η εργατικότητά τους και η αγάπη τους για την ζωή, είχαν σαν αποτέλεσμα η Νέα Αγχίαλος να αποκτά ζωή και να μεγαλώνει. Ένας σημαντικός λόγος που κατάφεραν να αντεπεξέλθουν σε όλες τις δυσκολίες που βίωναν ήταν η ενότητά τους και η αλληλοβοήθεια που έπρεπε να εφαρμόζουν, ξεπερνώντας διαφορές και ανθρώπινες αδυναμίες μπροστά στη μεγάλη  και κορυφαία επιλογή για επιβίωση και προκοπή. Αποτέλεσμα αυτής της ισχυρής αντίληψης για συλλογικότητα και κοινή προσπάθειά ήταν η ίδρυση του Αγροτικού Συνεταιρισμού «Η Δήμητρα» το 1918, που αποδείχθηκε πρωτοπόρος στο συνεταιριστικό κίνημα και από τους πιο επιτυχημένους και προοδευτικούς συνεταιρισμούς της Ελλάδας. Με αυτόν τον συνεταιρισμό κατάφεραν να  ξεπεράσουν τις δυσκολίες της εποχής, να αγοράσουν το αγρόκτημα στη Μεγάλη Βελανιδιά και να αποκτήσουν, μετά από πολύ μόχθο, ελαιώνα που τους κάλυπτε τις βασικές τους ανάγκες στη διατροφή σε λάδι, να αντιμετωπίσουν την φυλλοξήρα που κατέστρεψε τα αμπέλια τους το 1946 και τέλος να δημιουργήσουν το οινοποιείο το 1958, κορυφαία και κρίσιμη πράξη για την μετέπειτα οικονομία της Νέας Αγχιάλου.
Η πρώτη περίοδος εγκατάστασης των προσφύγων έκλεισε με μεγάλες απώλειες σε  ανθρώπινο δυναμικό και απρόσμενες δυσκολίες που τις αντιμετώπισαν με επιτυχία. Οι Αγχιαλίτες με την επιμονή τους και την εργατικότητά τους δημιουργούσαν και ανέπτυσσαν την νέα πόλη τους δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για καλύτερη ζωή, χωρίς να σταματούν τις προσπάθειές τους. Παράλληλα όμως με την κοινωνικότητα και την αγάπη τους για την ζωή που τους διέκρινε, παρά τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετώπιζαν, δεν ξέχασαν τα γλέντια τους και την διασκέδασή τους, τα ήθη και τα έθιμά τους που τα διατήρησαν και τα συνέχισαν αναλλοίωτα, όπως ακριβώς έκαναν και στην παλιά τους πατρίδα. Και ήταν τόσο έντονος και ζωντανός ο τρόπος ζωής τους που  δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί από τους γηγενείς που εντάχθηκαν στον νέο οικισμό, ενστερνίστηκαν και υιοθέτησαν σταδιακά  και αυτοί τον τρόπο ζωής των Αγχιαλιτών.
Η έναρξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου βρήκε την Νέα Αγχίαλο σε ανοδική φάση ανάπτυξης. Οι Αγχιαλίτες εμπνεόμενοι από την προοδευτική νοοτροπία και τον πατριωτισμό που πάντα τους διέκρινε, συμμετείχαν ενεργά στην άμυνα της πατρίδας τους αλλά και στην Εθνική αντίσταση μη αποδεχόμενοι παθητικά τον κατακτητή. Το αντίτιμο όμως για την αντιστασιακή τους δράση το πλήρωσαν και πάλι ακριβά και με τον ίδιο τρόπο. Το 1943 οι Ιταλοί φασίστες τιμώρησαν την Νέα Αγχίαλο καίγοντάς την σχεδόν ολόκληρη, καταστρέφοντας τις περιουσίες που δημιούργησαν με τόσο κόπο αλλά και πολύτιμο αρχειακό υλικό και ιστορικά κειμήλια από την παλιά τους πατρίδα. Έτσι οι Αγχιαλίτες έζησαν δύο φορές μέσα σε σαράντα χρόνια την ίδια τραγωδία και πλήρωσαν με το κάψιμο της πόλης τους την αγάπη τους για την ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Την πρώτη φορά από τους Βούλγαρους Εθνικιστές το 1906 και την δεύτερη φορά από τους Ιταλούς φασίστες το 1943, ‘σαν να μην είχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια αυτού του κόσμου…’ Πριν προλάβουν να συνέλθουν από τη νέα καταστροφή, χειρότερη κατάρα έπληξε την πόλη, όπως και όλη την Ελλάδα. Η τραγωδία του εμφυλίου πολέμου που άφησε πίσω της περισσότερα συντρίμμια από τον κατακτητή, χτύπησε και την κοινωνία της Νέας Αγχιάλου. Ήταν τότε που βγήκαν στην επιφάνεια τα ζωώδη ένστικτα των ανθρώπων και διαφέντευε τις ζωές τους το μίσος, η εμπάθεια, η ιδιοτέλεια και η μικροψυχία. Ήταν τότε που τα μάτια των ανθρώπων δεν άλλαξαν χρώμα, αλλά τρόπο να κοιτάνε. Η καχυποψία και ο φόβος κυριάρχησαν στη ζωή των Αγχιαλιτών και καταστράφηκε το κεκτημένο της ομοψυχίας που είχαν κατακτήσει τα προηγούμενα χρόνια και τους βοήθησε να ξεπεράσουν τις τεράστιες δυσκολίες των πρώτων χρόνων εγκατάστασής στην καινούργια τους πατρίδα. Και η Αγχίαλος έζησε με έντονο τρόπο τις επόμενες δεκαετίες τις φοβερές επιπτώσεις του εμφυλίου, τότε που οι μισοί Έλληνες κυνηγούσαν τους άλλους μισούς και μεγάλο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας μας είχε σκοτωθεί ή είχε παροπλισθεί στις εξορίες και στα ξερονήσια. Αυτό, όπως και σε όλη την Ελλάδα, έτσι και στην Νέα Αγχίαλο είχε τραγικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της πόλης, επιπτώσεις που πιστεύω ότι τις ζούμε ακόμη και σήμερα στην πολιτική και κοινωνική ζωή, έστω και αν έχουν περάσει 70 χρόνια από τότε.
Η μεταπολεμική και μετεμφυλιακή περίοδος που έζησε η Νέα Αγχίαλος ήταν παρόμοια με αυτήν της υπόλοιπης Ελλάδας που προσπάθησε να αναστηθεί μέσα από τις στάχτες της. Με πολύ κόπο και μόχθο οι Αγχιαλίτες ανάστησαν την πόλη τους, ενώ συγχρόνως ο πληθυσμός αυξανόταν με γοργούς ρυθμούς προσελκύοντας για μόνιμη εγκατάσταση και άλλους κατοίκους από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, δείγμα της δυναμικής που είχε η πόλη, λόγω της θέσης της  και κυρίως λόγω της οικονομίας της, που οφείλονταν στην εργατικότητα  και στην νοοτροπία των κατοίκων της. Η οικονομία της πόλης κατά βάση παρέμενε αγροτική, ενώ αναπτυσσόταν γρήγορα και ο τουρισμός, λόγω της παραλιακής και γεωγραφικής της θέσης, αλλά και των σημαντικών αρχαιολογικών χώρων που διαθέτει (Αρχαία Πύρασσος, Βυζαντινές Φθιώτιδες Θήβες). Τέλος κυρίαρχο ρόλο στην ανάπτυξη της πόλης έπαιξε η ίδρυση του συνεταιριστικού Οινοποιείου το 1956.
Η απογραφή του πληθυσμού καταδεικνύει το μεγάλωμα της πόλης. Το 1961 ήταν 3224 κάτοικοι, το 1971 ήταν 3345 (αύξηση 3,75%), το 1981 ήταν 4158 (αύξηση 24,3%) και το 1991 ήταν 5421 (αύξηση 30,37%). Έτσι ο πληθυσμός από το 1961 μέχρι το 1991 αυξήθηκε κατά 68,14 %. Οι απογραφές του 2001 & του 2011 καταγράφουν πληθυσμό περίπου στις 7500 μαζί με το Αϊδίνι, τις Μικροθήβες και τους παραλιακούς οικισμούς, που από το 1998 εντάχθηκαν στον Καποδιστριακό Δήμο Νέας Αγχιάλου. Η αύξηση του πληθυσμού της πόλης από την εγκατάσταση κατοίκων από άλλα μέρη της Ελλάδας αποδεικνύει την δυναμική της πόλης, πράγμα αξιοσημείωτο, ενώ την ίδια εποχή είχαμε την εσωτερική μετανάστευση κατοίκων από μικρές πόλεις και χωριά προς τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας αλλά και προς το εξωτερικό. Με την αύξηση αυτή του πληθυσμού από άλλες περιοχές της Ελλάδας και με τους μεικτούς γάμους που πραγματοποιούνταν, σταδιακά έπαψε να είναι το επικρατούν στοιχείο στην σύνθεση του πληθυσμού οι εξ Ανατολικής Ρωμυλίας καταγόμενοι.
Τα χαρακτηριστικά του Αγχιαλίτη και της Αγχιαλίτισσας ήταν η εργατικότητα, η κοινωνικότητα, η  προοδευτικότητα, η δημιουργικότητα, η αγάπη του για την ζωή και τη διασκέδαση, η αγάπη του για τα αστεία και τα χωρατά. Του άρεσε να ρισκάρει με σκοπό την βελτίωση της ζωής του, και αυτό το στοιχείο, σε συνδυασμό με το ευμετάβλητο του χαρακτήρα του, του έδινε την δυνατότητα να μην παραμένει στάσιμος, αλλά να προοδεύει και να είναι ανοικτός στις ευκαιρίες της ζωής. Η φιλοξενία του ήταν παροιμιώδης  και εντυπωσίαζε τους επισκέπτες. Η συμμετοχή του σε συλλόγους και σωματεία ήταν αυτονόητη και σύμφυτη με την κοινωνικότητά του. Τέλος στις προτεραιότητές του πάντοτε ήταν η μόρφωση των παιδιών του. Και είναι εντυπωσιακό ότι αυτά τα χαρακτηριστικά μεταλαμπαδεύτηκαν και στους νεοφερμένους κατοίκους της πόλης  στην πλειοψηφία τους, παρά τις διαφορετικές νοοτροπίες που είχαν. 
Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι οι Αγχιαλίτες πρόσφυγες ποτέ δεν ξέχασαν την παλαιά τους πατρίδα και επιθυμία τους πάντα ήταν να την ξαναδούν και να ξαναδούν τους συγγενείς τους που παρέμειναν εκεί. Για τους περισσότερους αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, ιδίως λόγω του κλεισίματος των συνόρων από το Βουλγαρικό κουμουνιστικό καθεστώς που προέκυψε μετά τον πόλεμο. Πραγματοποιούνταν δύσκολα ελάχιστες επισκέψεις και από τις δύο πλευρές λόγω των συγγενικών δεσμών μεταξύ των κατοίκων των δύο πόλεων. Από το 1989 και μετά την κατάρρευση του  καθεστώτος της Βουλγαρίας οι ανταλλαγές επισκέψεων πλήθυναν και αυξήθηκαν στην συνέχεια λόγω της αδελφοποίησης που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των δύο πόλεων το 1991, μετά από πρωτοβουλία της κοινότητας Νέας Αγχιάλου. Έκτοτε πραγματοποιούνται επίσημες ανταλλαγές αντιπροσωπειών από τις δύο πόλεις και ατομικές επισκέψεις κατοίκων, που τονώνουν τις φιλικές και συγγενικές σχέσεις, που εξακολουθούν να υπάρχουν σε έντονο βαθμό.
Η ιστορία της Αγχιάλου και των ανθρώπων της έχει καταγραφεί σε σημαντικό βαθμό από ανθρώπους που έζησαν τα γεγονότα της παλαιάς Αγχιάλου και στη συνέχεια από σύγχρονους Αγχιαλίτες που κατέγραψαν και την ιστορία της Νέας Αγχιάλου. Τιμώντας την μνήμη των προσφύγων και ιδρυτών της πόλης ο Δήμος Νέας Αγχιάλου διοργάνωσε δύο πολύ σημαντικά συνέδρια. Το πρώτο το 1997 με αφορμή τα 90 χρόνια από την θεμελίωσης της Νέας Αγχιάλου και το δεύτερο το 2006 με αφορμή τα 100 χρόνια από την καταστροφή της Αγχιάλου της Μαύρης Θάλασσας. Όλα αυτά καταδεικνύουν την ισχυρή θέληση της κοινωνίας της πόλης να καταγραφεί η ιστορία τους, γνωρίζοντας ότι η ιστορική καταγραφή και η ιστορική μνήμη για οποιονδήποτε λαό και κοινωνία είναι σύμφυτη με την επιβίωσή του. Γιατί λαός που ξεχνάει την ιστορία του είναι καταδικασμένος να ξαναζήσει το παρελθόν του με οδυνηρότερο τρόπο, εφόσον δεν μαθαίνει από τα λάθη του και δεν αξιοποιεί για το μέλλον του την θετική πλευρά αυτής.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: