του Πάνου Τρ.Σκοτινιώτη*
Η κίνηση της αυτόφωρης
διαδικασίας κατά δημοσιογράφων και του εκδότη της εφημερίδας «Φιλελεύθερος»,
μετά από μήνυση του Π.Καμμένου, ξεσήκωσε -και δικαιολογημένα- πολιτική θύελλα. Είναι,
ωστόσο, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στην αρχική αντίδραση των κομμάτων, κανένα δεν έθεσε θέμα κατάργησης της σχετικής διάταξης
της παραγράφου 3 του άρθρου 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με την οποία
χαρακτηρίζονται πάντοτε ως αυτόφωρα τα εγκλήματα που τελούνται δια του τύπου. Μόνη εξαίρεση απετέλεσε Το Ποτάμι, που κι
αυτό όμως περιορίστηκε στην επισήμανση ότι η διάταξη θα πρέπει «κάποια στιγμή»
να καταργηθεί.
Όσον αφορά την κυβέρνηση, δια
της σιωπής της, κάλυψε ουσιαστικά τον
υπουργό Εθνικής Άμυνας. «Κύκλοι», ωστόσο, του υπουργείου Δικαιοσύνης
επικαλέστηκαν, ως δείγμα γραφής της
κυβέρνησης, το ότι τροποποίησε «τον τυποκτόνο νόμο στις αστικές δίκες κατά
δημοσιογράφων». Για την τύχη, όμως, της τυποκτόνου διάταξης του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας, οι «κύκλοι» παρέπεμψαν «στη
συζήτηση για τον νέο ποινικό κώδικα και τον νέο κώδικα ποινικής δικονομίας».
Δύο μέρες μετά, τα δεδομένα
φαίνεται ν’ αλλάζουν. Ο αρχηγός της
αξιωματικής αντιπολίτευσης δεσμεύτηκε για κατάργηση της διαδικασίας του αυτοφώρου στα
αδικήματα περί Τύπου. Και ο υπουργός
Δικαιοσύνης αντέδρασε, ισχυριζόμενος ότι «ο κ.
Μητσοτάκης κρούει θύρες ανοιχτές», παραπέμποντας
όμως και πάλι στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές για τους Ποινικούς Κώδικες. Οψόμεθα…
Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά στο
εξής νομικό παράδοξο, όπως εύστοχα το έχει χαρακτηρίσει ο Καθηγητής Α.Μανιτάκης:
Ενώ με τη
συνταγματική αναθεώρηση του 2001 καταργήθηκε η διάταξη του Συντάγματος του 1975,
με την οποία τα αδικήματα περί τύπου θεωρούνταν «πάντοτε αυτόφωρα», η αντίστοιχη
διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας παραμένει ακόμη
σε ισχύ. Δηλαδή, ενώ ο
συνταγματικός νομοθέτης έκρινε ότι
έπρεπε επιτέλους να καταργηθεί μια
διάταξη που προσκρούει ευθέως στο θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας του Τύπου και
στη νομολογία του Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο κοινός
νομοθέτης επιμένει, επί δέκα επτά (17)
ολόκληρα χρόνια, να τη διατηρεί.
Το ότι ο δικαστής , στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης δίκης,
υποχρεούται να ελέγξει τη συνταγματικότητα του νόμου –και εν προκειμένω να
κρίνει την αντισυνταγματικότητα της διάταξης- προφανώς και δεν αρκεί. Διότι μέχρι να φτάσει η υπόθεση στον δικαστή,
έχει προηγηθεί η σύλληψη, η κράτηση και ο διασυρμός του μηνυθέντος
δημοσιογράφου. Πρώτα, δηλαδή,
συλλαμβάνεται και κρατείται, και μετά κρίνεται η συνταγματικότητα της σύλληψης
και κράτησής του και ερευνώνται τα καταγγελλόμενα.
Το να αξιώνουμε, εξάλλου, από την Αστυνομία να ελέγξει τη
συνταγματικότητα του νόμου και να αρνηθεί
την εφαρμογή του, είναι τουλάχιστον προβληματικό. Κάθε νόμος από τη στιγμή που
ψηφίζεται από τη Βουλή έχει το «τεκμήριο της συνταγματικότητας». Επιπλέον, ενώ
στο άρθρο 87 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία
των δικαστών, δεν προβλέπεται κάτι ανάλογο και για τα όργανα της διοίκησης. Σε
κάθε περίπτωση, η κρίση των οργάνων της διοίκησης δεν μπορεί να παρέχει τα ίδια
νομικά εχέγγυα με την αντίστοιχη των δικαστών.
Η διάταξη της παραγράφου 3 του
άρθρου 242 του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας θα πρέπει, συνεπώς να καταργηθεί άμεσα. Δεν υπάρχει κανένα
επιχείρημα που να δικαιολογεί τη
διατήρησή της, κόντρα μάλιστα στο Σύνταγμα. Παρά μόνο ο εκφοβισμός, ο
παραδειγματισμός, η εκδίκηση, ο αυταρχισμός της εξουσίας. Κι ας μην νομιστεί
ότι αυτά συμβαίνουν μόνον «ες Αθήνας». Στον Βόλο, για παράδειγμα, έχει στηθεί τα
τελευταία χρόνια φάμπρικα μηνύσεων με τη
διαδικασία του αυτοφώρου κατά «ενοχλητικών» στο τοπικό «καθεστώς» δημοσιογράφων.
Μόνο που εδώ διαφέρουν οι σιωπούντες...
Όσο για το πώς θα αμυνθεί ο
πολιτικός και ο πολίτης απέναντι στην κίτρινη
δημοσιογραφία, ας αξιοποιήσουμε την πλούσια ευρωπαϊκή εμπειρία. Έχει, πάντως,
αποδειχθεί, ότι η κίτρινη δημοσιογραφία δεν αντιμετωπίζεται με ανελεύθερες
διατάξεις.
___________________________________________________________________________________________________________*Άρθρο
στο protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου