Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Η στρατηγική κατεύθυνση της «Πρωτοβουλίας των 5» σε θέματα κοινωνικής πολιτικής - Εισαγωγική ομιλία Πάνου Σκοτινιώτη στην ημερίδα των 5

Αποτελεί ξεχωριστή τιμή για την πόλη μας, για το Δήμο Βόλου και για εμένα προσωπικά το ότι φιλοξενούμε την πρώτη δημόσια εκδήλωση της «πρωτοβουλίας των 5 Δημάρχων». Καλωσορίζω στο Δημαρχείο της πόλης τον Γ.Καμίνη, τον Ι.Μπουτάρη, τον Ι.Δημαρά, τον Φ.Φίλιο και τους συνεργάτες τους, και τους ευχαριστώ ειλικρινά για την επιλογή να ξεκινήσουμε από το Βόλο τον κύκλο των πέντε θεματικών παρεμβάσεων, και μάλιστα με ένα τόσο καυτό θέμα. Θεωρούμε ότι η επιλογή αυτή αποτελεί αναγνώριση όχι μόνο του έργου που η παρούσα Δημοτική Αρχή επιτελεί στον τομέα της κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης, αλλά και του ρόλου που ιστορικά έχει διαδραματίσει ο Βόλος, ως πόλη με έντονη κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση. Το γεγονός ότι η ημερίδα συμπίπτει με τη μεγάλη πανελλαδική απεργία, της προσδίδει ιδιαίτερο συμβολισμό και μας δίνει την ευκαιρία να εκφράσουμε, και από το βήμα αυτό, την αλληλεγγύη και τη στήριξή μας στον αγώνα των εργαζομένων και των ανέργων.  
Τι είναι και τι θέλει η «πρωτοβουλία των “5”»;
Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι όταν κάναμε τα πρώτα βήματα της «πρωτοβουλίας των 5», δεν μπορούσαμε να εκτιμήσουμε την απήχηση και τη δυναμική που θα αποκτούσε. Ενδεχομένως να έπαιξε σ’ αυτό ρόλο το γεγονός ότι η πρωτοβουλία, οι άνθρωποι που τη συγκροτούμε, οι απόψεις και οι προτάσεις που διατυπώνουμε, προέρχονται όχι γενικώς από θεωρητικές αναζητήσεις, αλλά από την εμπειρία της καθημερινής διοίκησης, την εμπειρία της καθημερινής εφαρμοσμένης πολιτικής, από τη δύσκολη και πολυσύνθετη πραγματικότητα της κρίσης που βιώνουν κάθε μέρα οι συμπολίτες μας.
Εντελώς επιγραμματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η «πρωτοβουλία των 5» είναι μια πολιτική παρέμβαση  με στόχο η τοπική αυτοδιοίκηση να βρει το λόγο της ύπαρξής της, δηλαδή να γίνει και τοπική και αυτοδιοίκηση. Και για να γίνουμε πιο σαφείς: η κυβέρνηση μεταχειρίζεται την τοπική αυτοδιοίκηση σαν μέρος του προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα. Εμείς, αντίθετα, θεωρούμε ότι η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί και πρέπει να γίνει μέρος της λύσης του και αιχμή της ανασυγκρότησης της χώρας. Η μεγάλη πρόκληση, λοιπόν, για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, είναι ο δημιουργικός και αναβαθμισμένος ρόλος της στο   Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης που έχει ανάγκη η Ελλάδα, το οποίο θα υπερβαίνει τη μνημονιακή εποχή. Η μεγάλη πρόκληση, συνεπώς, για την Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι να αποτελέσει πόλο δημοκρατικής ανασυγκρότησης, κοινωνικής ευθύνης και μεταρρυθμιστικής προοπτικής.
Θα  πρέπει, ωστόσο, να κάνουμε κάποιες θεμελιακές επισημάνσεις, ώστε να μη δημιουργείται σύγχυση. Εμείς δεν υιοθετούμε την απλουστευτική αντίληψη, που θεωρεί ότι εξ ορισμού υπάρχει η «καλή αυτοδιοίκηση» και το «κακό κράτος». Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στην τοπική αυτοδιοίκηση, μιλάμε, εντελώς συνοπτικά:
- Για μια τοπική αυτοδιοίκηση η οποία θα βάλει τέλος σε αντιλήψεις και πρακτικές του παρελθόντος που την οδήγησαν σε βαθιά κρίση και πολιτική αναξιοπιστία. Που  θα λειτουργεί ως παράγοντας ενότητας και συνοχής των τοπικών κοινωνιών, συμβάλλοντας στη δημιουργία ισχυρού κινήματος αλληλεγγύης και εθελοντισμού.
- Για μια τοπική αυτοδιοίκηση που θα υπηρετεί αταλάντευτα το στόχο για βιώσιμη ανάπτυξη, για υπεράσπιση του δημόσιου χώρου, για βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών προς τον πολίτη και για ανοιχτές, ανεκτικές και εξωστρεφείς πόλεις,  με σταθερό μέτωπο ενάντια στη βία, με όποιο πολιτικό προκάλυμμα κι αν εμφανίζεται, την ανομία, τη μισαλλοδοξία, το ρατσισμό, τον φασισμό και τον νεοναζισμό.
- Για μια τοπική αυτοδιοίκηση ανεξάρτητη και χειραφετημένη από κάθε κυβερνητικό και κομματικό εναγκαλισμό, που θα απελευθερώνει το ολοένα και ισχυρότερο μεταρρυθμιστικό δυναμικό που συσσωρεύει  η ελληνική κοινωνία και που θα οριοθετείται απέναντι στο συντηρητισμό των κυβερνητικών πολιτικών, της αντιμεταρρύθμισης, της ακινησίας,  της στασιμότητας και του λαϊκισμού.
Πρέπει να κάνουμε και κάτι ακόμη απολύτως σαφές: η πρωτοβουλία μας σηματοδοτεί μεν ένα πεδίο αυτοδιοικητικής και κοινωνικής συναντίληψης,   δεν αποσκοπεί όμως στη συγκρότηση παράταξης, δεν αντιπαρατίθεται αλλά αντίθετα στηρίζει την ΚΕΔΕ,  δεν επιδιώκει την εμπλοκή μας στην κεντρική πολιτική σκηνή και δεν υπηρετεί προσωπικούς στόχους. Είναι,δε, μια πρωτοβουλία που δεν πηγάζει από κάποια φωτισμένη ελίτ, αλλά από δημάρχους που ζουν την πόλη τους και βιώνουν τη βασανιστική καθημερινότητα των συμπολιτών τους. Γι’ αυτό και ξεκινάμε  τον κύκλο των παρεμβάσεών μας από την  κοινωνική πολιτική, αφού η βαθιά και παρατεταμένη κρίση που διαβρώνει όλο και περισσότερο τον κοινωνικό ιστό των τοπικών κοινωνιών,   μεταβάλλει άρδην τον ρόλο και τις προτεραιότητες της αυτοδιοίκησης.

Κρίση και συνέπειες κρίσης
Στα χρόνια της κρίσης, το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα έχει σχεδόν καταρρεύσει. Αυτό οφείλεται τόσο στους σκληρότατους δημοσιονομικούς περιορισμούς, όσο και στην τεράστια λειτουργική καθυστέρηση, που έχει να κάνει με την πολυδαίδαλη και αναποτελεσματική κρατική διοίκηση. Έχει αποδειχτεί ότι το κράτος δεν είναι ικανό να διεκπεραιώσει αυτό το έργο. Είναι απόμακρο, απρόσωπο, δυσκίνητο, γραφειοκρατικό, πελατειακό και, συνεπώς, αναποτελεσματικό. Επιπλέον, βρισκόμαστε αντιμέτωποι και με τη συνειδητή, όπως φαίνεται, κυβερνητική επιλογή να διοχετεύονται κοινωνικά αιτήματα και ευθύνες είτε προς τους δήμους είτε και προς την αγορά και τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, με στόχο να συγκαλύπτονται ευκολότερα οι κυβερνητικές ευθύνες και να εκτονώνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις.
Τοπική Αυτοδιοίκηση και κρίση
Σε αυτό το δραματικό κοινωνικό πεδίο και σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον, οι Δήμοι πήραν κυριολεκτικά την κατάσταση στα χέρια τους. Χωρίς προηγούμενη εμπειρία σε πολλές περιπτώσεις, χωρίς πόρους, χωρίς νομική και θεσμική θωράκιση, κατάφεραν να αποτρέψουν τη διάβρωση του κοινωνικού ιστού και να διατηρήσουν, σε μεγάλο βαθμό, την κοινωνική συνοχή.   Πρόκειται για μια σκληρή καθημερινή μάχη, αλλά και για μια μεγάλη νίκη, για έναν πραγματικό άθλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο σύνολό της.

Κριτική στο Υπάρχον Σύστημα
Η Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, δεν διαθέτει ως χώρα κάποιο επιτελικό όργανο σχεδιασμού και παρακολούθησης των κοινωνικών πολιτικών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι έγκυρες διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις έχουν κατατάξει τις μεγάλες, κυρίως, πόλεις της Ελλάδας  στις περιοχές ανθρωπιστικής κρίσης. Αυτό που προσάπτουν, είναι:
- αναποτελεσματικότητα στην εξάλειψη της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων,
- λειτουργία του συστήματος κοινωνικής προστασίας όχι υπέρ   εκείνων που έχουν  πραγματικά ανάγκη,
- υψηλό κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών,
- ισχυρά πελατειακά δίκτυα και   ομάδες συμφερόντων γύρω από το κοινωνικό κράτος,
- ενίσχυση των ρατσιστικών και πατριαρχικών προτύπων,
-  αύξηση της γραφειοκρατίας,
- ανυπαρξία δομών για την ένταξη σε ενιαίο σχεδιασμό πρωτοβουλιών κρατικών και δημοτικών φορέων, της κοινωνίας πολιτών και των εθελοντών.

Η ανάγκη για επανα-οριοθέτηση αρμοδιοτήτων και ανακατανομή πόρων
Η κατάρρευση του κοινωνικού Κράτους σε συνδυασμό με την κριτική του παραδοσιακού κοινωνικού μοντέλου, οδηγούν στην ανάγκη ριζικού επαναπροσδιορισμού των κατευθύνσεων της κοινωνικής προστασίας, με την αναζήτηση ενός νέου  μοντέλου κοινωνικής πολιτικής, βασικό στοιχείο της οποίας θα αποτελεί η ανακατανομή ρόλων, αρμοδιοτήτων και πόρων μεταξύ του κεντρικού κράτους και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Ποια είναι τα πλεονεκτήματα της  επανα-οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων
Η ανθρωποκεντρική αντίληψη για την κοινωνική πρόνοια οδηγεί στην ανάγκη για εξατομικευμένη/προσωποποιημένη παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.  Κρίσιμο στοιχείο για την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας παρέμβασης είναι η χωρική αλλά και η συμβολική εγγύτητα. Το γεγονός αυτό προσφέρει στην Τοπική Αυτοδιοίκηση σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε θέματα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, έναντι άλλων πολιτικοδιοικητικών επιπέδων.
 Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, λόγω της αυξημένης νομιμοποίησης που απολαμβάνει και της χωρικής εγγύτητας, μπορεί να διαγνώσει, να καταγράψει και να αξιολογήσει καλύτερα τις ατομικές και κοινωνικές ανάγκες στη χωρική ενότητα της αρμοδιότητας της. Είναι σε θέση, ταυτόχρονα, να πειραματιστεί και να καινοτομήσει με νέα εργαλεία  πολιτικής, τα οποία μπορούν να καλύψουν κενά στο υπάρχον πλαίσιο κοινωνικής πολιτικής και τα οποία, εφόσον επιτύχουν, μπορούν να υιοθετηθούν ως καλές πρακτικές.
Η διαπίστωση αυτή σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως υποστέλλουμε την αξίωση από την Πολιτεία να εγγυηθεί ένα «κοινωνικό δίκτυο ασφαλείας» για όλους όσοι έχουν πραγματική ανάγκη, ως του πυρήνα της πολιτικής ενός κοινωνικού κράτους, το οποίο θα διανέμει δίκαια την πρόνοια και την ευημερία.
Είναι φυσικά αυτονόητο ότι οι παρεχόμενες από τους Δήμους υπηρεσίες θα πρέπει να διέπονται από μια σχέση «ωφελιμότητας-κόστους», όπου το κόστος ενός δημοτικού προγράμματος θα συσχετίζεται με την ωφελιμότητα που έχει για το κοινωνικό σύνολο. Εάν οι Δήμοι επιθυμούν να ανταποκριθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό στις σημερινές πιεστικές ανάγκες της κοινωνίας,  οφείλουν να ιεραρχήσουν τις ανάγκες αυτές σε σχέση με τους πραγματικούς διαθέσιμους πόρους, τόσο σε οικονομικά μέσα όσο και σε ανθρώπινο δυναμικό. 
Για την προσφορά ολοκληρωμένων υπηρεσιών από τους Δήμους,  θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομίες κλίμακας και τα ενδεχόμενα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Δεν είναι ανάγκη, δηλαδή, ο κάθε Δήμος να διαθέτει καθετοποιημένες δομές για αυτοτελή χειρισμό όλων των περιπτώσεων. Ενδείκνυνται, αντίθετα, υπερτοπικές συνεργασίες (αυτοδιοικητικών / κρατικών / συλλογικών φορέων), ώστε να ελαχιστοποιείται το οριακό κόστος και να μεγιστοποιείται το οριακό όφελος.
Πέραν των υπερτοπικών συνεργασιών και δομών και προκειμένου η Τοπική Αυτοδιοίκηση  να ανταποκριθεί στον αναβαθμισμένο ρόλο  της   στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, επιβάλλεται να παραχωρήσει ζωτικό χώρο στην τοπική κοινωνία, ανιχνεύοντας κοινές μορφές δράσεων και αναδεικνύοντας ένα νέο πλαίσιο δημόσιας συμμετοχής και αλληλέγγυου εθελοντισμού,  που προσδίδουν νέα αντίληψη στην ιδιότητα του πολίτη.
Ο  προνοιακός αυτός πλουραλισμός και η νέα σύνθεση μπορούν να εκφραστούν με τη διαμόρφωση Τοπικών Συμφώνων και Δικτύων Αλληλεγγύης μεταξύ Δήμων, κοινωνικών φορέων, Εκκλησίας, μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, εθελοντικών οργανώσεων, φορέων αλληλέγγυας οικονομίας, αλλά και περιφερειών και αποσυγκεντρωμένων κρατικών υπηρεσιών. Τα Δίκτυα αυτά θα έχουν ως αντικείμενο είτε συνολικά την άσκηση κοινωνικών πολιτικών, είτε την αντιμετώπιση ενός συγκεκριμένου κοινωνικού κινδύνου, όπως η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η επισφαλής στέγαση, η φτώχεια, η ελλιπής εκπαίδευση.
Η παρέμβαση της  τοπικής κοινωνίας, εν κατακλείδι, μπορεί και πρέπει  να είναι  καθοριστικής σημασίας για τη στήριξη των οικονομικά και κοινωνικά πιο αδύναμων πολιτών, αλλά  και για την αξιοπρέπεια όλων των μελών της. Διότι αλληλεγγύη είναι το ηθικό καθήκον που έχουν τα μέλη μιας κοινωνίας να αλληλοϋποστηρίζονται και να αλληλοβοηθούνται. Η αλληλεγγύη, σε αντίθεση με την παραδοσιακή φιλανθρωπία, πολλώ μάλλον με τη ρατσιστική φιλανθρωπία, δεν εκφράζει εξουσιαστική σχέση, αλλά αποτελεί υποχρέωση και δικαίωμα μεταξύ αμοιβαία ίσων. 
Συμπέρασμα:  η δικτύωση και ο συντονισμός των ποικίλων δομών κοινωνικής πολιτικής, σε συνάρτηση με την εξατομικευμένη/ προσωποποιημένη προσέγγιση, αποτελούν τον πυρήνα του οργανωτικού-διοικητικού μοντέλου για την άσκηση αποτελεσματικών κοινωνικών παρεμβάσεων.
Ποια είναι τα βασικά προβλήματα διοικητικού σχεδιασμού στα οποία πρέπει να επικεντρωθούν  οι προτάσεις των ΄΄5΄΄;
Η αναβάθμιση του ρόλου των Δήμων στην άσκηση κοινωνικής πρόνοιας ασφαλώς δεν συναρτάται μόνον με την ανάπτυξη της συντονιστικής λειτουργίας τους και τη συγκρότηση δικτύων για τη διασύνδεση των κοινωνικών υπηρεσιών σε τοπικό και υπερτοπικό επίπεδο. Σημαντικές προτεραιότητες αποτελούν, επίσης, η εσωτερική αναδιοργάνωση των ΟΤΑ και των νομικών τους προσώπων, η εισαγωγή σύγχρονων μεθόδων διοίκησης, η στελέχωσή τους με εξειδικευμένο προσωπικό και η επεξεργασία και διάχυση καλών πρακτικών μεταξύ τους. Επιπλέον, η δημοσιονομική εξάρτηση των Δήμων από το κράτος αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη δράσεων κοινωνικής προστασίας και προώθησης της απασχόλησης.
Ο εκσυγχρονισμός του ελληνικού μοντέλου κοινωνικών υπηρεσιών προϋποθέτει:
- την πλήρη χαρτογράφηση των υφιστάμενων δομών και των μορφών διασύνδεσής τους, σε συνάρτηση με ένα «χάρτη ποιότητας» των παρεχόμενων κοινωνικών υπηρεσιών
- την ανάθεση στους Δήμους, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, της διαδικασίας καταγραφής και πρώτης αξιολόγησης των κοινωνικών αναγκών 
- τη σύνδεση των υφιστάμενων δομών με τις παροχές εισοδηματικής ενίσχυσης, οι οποίες χορηγούνται από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης
- την οργανωτική τους αναδιάρθρωση, ώστε η κεντρική διοίκηση να περιοριστεί στην επιτελική λειτουργία σχεδιασμού και εποπτείας των υπηρεσιών. Παράλληλα,  την άσκηση οριζόντιων πολιτικών, με συντονισμό και συμπληρωματικότητα των διοικητικών δράσεων και λειτουργική σύνδεση δομών και προγραμμάτων (διυπουργικές δημόσιες πολιτικές)
- την εισαγωγή τεχνικών διαχείρισης και αξιολόγησης των κοινωνικών υπηρεσιών και την προσαρμογή τους στις εξελισσόμενες ανάγκες των ευπαθών κοινωνικών ομάδων, με παράλληλη διασφάλιση του συντονισμού και της δικτύωσης μεταξύ δημόσιων, δημοτικών, εθελοντικών και ιδιωτικών φορέων, αλλά και της Εκκλησίας. 
Στο πλαίσιο του νέου μοντέλου οργάνωσης της κοινωνικής πρόνοιας και του νέου αναβαθμισμένου ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και το πρόβλημα της χρηματοδοτικής εξάρτησης  των Δήμων από τους κοινοτικούς πόρους για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Η εξάρτηση αυτή έχει ως συνέπεια οι ενέργειες που επιλέγονται προς υλοποίηση, σε πολλές περιπτώσεις να μην είναι απάντηση στα διαπιστωμένα πραγματικά τοπικά κοινωνικά προβλήματα, αλλά αποτέλεσμα της ύπαρξης διαθέσιμων κονδυλίων για μια συγκεκριμένη δράση. Παράλληλα, έχει ως συνέπεια την αδυναμία των ΟΤΑ να συνεχίσουν την υποστήριξη της λειτουργίας των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων όταν τελειώσει η εισροή των κοινοτικών πόρων. Με άλλα λόγια, δηλαδή, δημιουργούμε αποσπασματικές δομές που έχουν σχεδιαστεί σε εθνικό ή υπερεθνικό επίπεδο, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες και προτεραιότητες και  των οποίων η λειτουργία παύει μετά τη λήξη των ευρωπαϊκών προγραμμάτων.

Η συζήτηση που γίνεται σήμερα στην Ευρώπη
Οι προτάσεις που θα καταθέσουμε αύριο ως «πρωτοβουλία των 5», θα ενσωματώνουν και τη σχετική συζήτηση που αυτή την περίοδο αναπτύσσεται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και στα ίδια τα ενωσιακά θεσμικά όργανα. Επισημαίνουμε ότι ένας από τους 11 θεματικούς στόχους της Κοινής Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Ευρώπη 2020 (Ε 2020), είναι η προώθηση της κοινωνικής ένταξης και η καταπολέμηση της φτώχειας.
Οι στόχοι αυτοί θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και κατά την εκπόνηση των Περιφερειακών και Τοπικών Αναπτυξιακών Προγραμμάτων. Για το λόγο αυτό επιβάλλεται να εξειδικευτούν σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και να προγραμματιστούν σχετικές δράσεις στο πλαίσιο της Συμφωνίας Εταιρικής Σχέσης (δηλαδή του ΕΣΠΑ 2014-2020), με βάση τις αρχές της επικουρικότητας και της εγγύτητας στους πολίτες. 

Συμπέρασμα
Οι Δήμοι έχουμε ήδη αναλάβει στην πράξη το σύνολο σχεδόν της ευθύνης για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Και τούτο, διότι συνειδητοποιήσαμε πως δεν μπορούμε να παρακολουθούμε αμέριμνοι  πότε η Κεντρική διοίκηση θα κάνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ή θα εξασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους.   Και αναλάβαμε αυτή την ευθύνη όχι για να αποτελέσουμε μικρογραφία και κακέκτυπο του κράτους, αλλά για να ανταποκριθούμε στο ηθικό και πολιτικό καθήκον της κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση διεκδικεί σθεναρά από την Πολιτεία ένα ελάχιστο «κοινωνικό δίκτυο ασφάλειας». Διεκδικεί, ταυτόχρονα,   την οικονομική και διοικητική αυτοτέλειά της προκειμένου, εκτός των άλλων υπηρεσιών, να είναι σε θέση να παρέχει κοινωνική προστασία στους πολίτες που έχουν πραγματική ανάγκη, εξασφαλίζοντας μια ζωή με αξιοπρέπεια και μακριά από τον κίνδυνο του κοινωνικού αποκλεισμού.
Αυτονόητο είναι πως όσο υπάρχει έστω και ένας ανήμπορος συμπολίτης μας στον οποίο δεν μπορούμε  να του εξασφαλίσουμε την ελάχιστη κοινωνική προστασία, δεν δικαιούμαστε να ισχυριστούμε ότι είμαστε ικανοποιημένοι. Έτσι, πέραν από τις διεκδικήσεις μας και  τα μέτρα που εμείς οφείλουμε να πάρουμε ώστε να γίνουμε ακόμη πιο αποτελεσματικοί, χρειάζεται να αναζητήσουμε περισσότερους εξωτερικούς πόρους και κυρίως να ενθαρρύνουμε την πιο ενεργό και πιο δυναμική συμμετοχή των  τοπικών κοινωνιών.
Η “Πρωτοβουλία των 5” δίνει σήμερα ένα πρώτο δείγμα ανάληψης ευθύνης και πρωτοβουλιών για αυτή τη μεγάλη μεταρρύθμιση. Και φυσικά ακολουθούν και άλλες εκδηλώσεις/παρεμβάσεις.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι κάθε πρόταση, κάθε ιδέα, κάθε καινοτόμος δράση από αυτές που σχεδιάζουμε ή υλοποιούμε, θα είναι άμεσα προσβάσιμες, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια, σε όποιο Δήμο και σε όποια δημοτική παράταξη ενδιαφέρεται και θέλει να τις εφαρμόσει ή να τις κάνει μέρος και του δικού της σχεδίου. Είναι προφανές πως κάθε σχέδιο ή δράση και κάθε πρότασή μας, έχει πίσω της πολλές ώρες σκληρής διανοητικής προσπάθειας και εργασίας από τις υπηρεσίες, τους συνεργάτες μας, τους επιστήμονες εθελοντές και από ανθρώπους της Κοινωνίας Πολιτών. Αυτή τη γνώση και  την εμπειρία είμαστε κάθε στιγμή έτοιμοι να μοιραστούμε με όποιον πραγματικά ενδιαφέρεται. 



Δεν υπάρχουν σχόλια: