Άρθρο
του Πάνου Τρ.Σκοτινιώτη
Όταν στις 31 Μαρτίου υπογράμμιζα,
σε γραπτή δήλωσή μου, ότι απαιτείται εγρήγορση σε σχέση με την
προωθούμενη ακαδημαϊκή συγχώνευση του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με τα ΤΕΙ
Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας και τόνιζα την ανάγκη να επικρατήσουν αποκλειστικά
και μόνο διαφανή και αδιάβλητα ακαδημαϊκά κριτήρια
για τις όποιες επιλογές, στον Βόλο
επικρατούσε ακόμη αμεριμνησία, την ώρα που στις άλλες πόλεις της Θεσσαλίας και στη Στερεά Ελλάδα είχαν ήδη
φουντώσει οι συζητήσεις και οι αντιδράσεις. Δίναμε
την εντύπωση πως δεν είχαμε αντιληφθεί ότι το αμέσως επόμενο διάστημα επρόκειτο να ληφθούν αποφάσεις καθοριστικές
για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην περιοχή μας, με ορίζοντα δεκαετιών. Ίσως
και να βαυκαλιζόμασταν ότι το θέμα δεν μας πολυαφορά από τη στιγμή που ο Βόλος
προοριζόταν για έδρα του μεγάλου Πανεπιστημίου, μη διαβλέποντας τους
μεσο-μακροπρόθεσμους κινδύνους ακόμη και γι’ αυτό το θέμα.
Ο Βόλος, ωστόσο, είχε διαμορφώσει, ήδη από τα πρώτα
μεταπολιτευτικά χρόνια, μια
διαφορετική παράδοση. Μέσα από πλούσιο επιστημονικό,
κοινωνικό και πολιτικό διάλογο και ισχυρές συμμαχίες, είχε καταφέρει
να συγκροτήσει υπεύθυνη, ορθολογική και τεκμηριωμένη άποψη για το Πανεπιστήμιο
Θεσσαλίας, τη σύγχρονη ακαδημαϊκή φυσιογνωμία του και την αρμονική ένταξή του
στην πόλη. Αυτό κυρίως ήταν και το
«διαβατήριο» για να επιλεγεί η πόλη μας ως έδρα του Ιδρύματος, σε μια εποχή
μάλιστα που οι περιφερειακού επιπέδου δομές και υπηρεσίες συγκεντρώνονταν στη
Λάρισα. Η σύγκριση με το παρόν, μόνο
μελαγχολικές σκέψεις δημιουργεί. Ακόμη και σ’ ένα τόσο μείζον θέμα, η πόλη
αντιδρά σπασμωδικά, χωρίς σχέδιο, χωρίς σαφή στόχευση, χωρίς συντονισμό. Ευτυχώς
δεν λείπουν και φωνές που αναδεικνύουν τη μεγάλη εικόνα, χωρίς να εγκλωβίζονται
στον τοπικό μικρόκοσμο.
Οι αντιπαραθέσεις που εξελίσσονται
στη Θεσσαλία αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τις έδρες και την κατανομή σχολών και
τμημάτων στις διάφορες πόλεις, παρακάμπτοντας
τον αναγκαίο, ουσιαστικό διάλογο για τις ακαδημαϊκές προτεραιότητες και τα
ακαδημαϊκά στάνταρ που θα πρέπει να έχει
το Ίδρυμα στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, ώστε, με βάση αυτά, να επιλεγεί
και η πλέον πρόσφορη αρχιτεκτονική του. Αναρωτιέται κανείς ποια απ’ όλες αυτές τις συγκρούσεις αφορά
τους σημερινούς μαθητές, όταν σε λίγα χρόνια θα είναι φοιτητές ή θα ψάχνουν
για δουλειά, σε μια εποχή όπου η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση αλλάζει όλες τις οικονομικές και
εργασιακές πραγματικότητες. Σε μια
εποχή, δηλαδή, όπου το εκπαιδευτικό σύστημα και κυρίως η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
επιβάλλεται ν’ αποτελέσει το βασικό εργαλείο για την προσαρμογή της χώρας στο μέλλον. Με αυτό πρωτίστως το κριτήριο πιστεύω πως θα
πρέπει να αξιολογηθεί το σχέδιο του Υπουργού Παιδείας.
Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στα 30
χρόνια της λειτουργίας του, με το υψηλής στάθμης ακαδημαϊκό προσωπικό
και τις σύγχρονες υποδομές του που διαρκώς εμπλουτίζονται, έχει διαγράψει
μια εντυπωσιακά ανοδική πορεία, με αναγνωρισμένο πια επιστημονικό
και ερευνητικό έργο και μεγάλη διεθνή καταξίωση. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η απορρόφηση των δύο ΤΕΙ από το
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας θα συμβάλει στην πραγματική «πανεπιστημοποίηση» των ΤΕΙ
και στη διαρκή βελτίωση της διεθνούς θέσης του νέου Ιδρύματος, ή θα οδηγήσει κατά
κάποιο τρόπο στην «ΤΕΙοποίηση» του Πανεπιστημίου και στην υποβάθμιση της
επιστημονικής του παρουσίας, για να δανειστώ τον εύστοχο νεολογισμό
ο οποίος αποδίδεται -σε ρεπορτάζ του «Βήματος» που αφορούσε το Πανεπιστήμιο
Κρήτης- σε πρύτανη μεγάλου κεντρικού
Πανεπιστημίου.
Τα ερωτήματα είναι πολλά: Για
παράδειγμα, η ενσωμάτωση των ΤΕΙ στο Πανεπιστήμιο συνοδεύεται από κάποια
αξιόπιστη μελέτη για τη φυσιογνωμία του νέου Ιδρύματος και τη δυνατότητά του να
ανταποκριθεί στις απαιτήσεις για υψηλής
ποιότητας ανώτατη εκπαίδευση; Έχουν τεθεί συγκεκριμένοι στόχοι και προδιαγραφές;
Έχει προηγηθεί αυστηρή αξιολόγηση των ΤΕΙ και συστηματική παρακολούθηση
στατιστικών στοιχείων τους; Έχουν μελετηθεί τα θεσμικά προαπαιτούμενα, ώστε να καταστεί
λειτουργικό ένα τόσο ανομοιογενές, χωρίς εσωτερική συνοχή και πολυκατακερματισμένο
Ίδρυμα; Έχουν εξεταστεί εναλλακτικά σενάρια –έστω και μεταβατικού χαρακτήρα-,
ώστε και η δυναμική ανάπτυξη του
Πανεπιστημίου Θεσσαλίας να μην ανακοπεί, και
τα ΤΕΙ σταδιακά να αναβαθμιστούν;
Προσωπικά δεν γνωρίζω τις
απαντήσεις σ’αυτά και σε πολλά άλλα ερωτήματα, ούτε φυσικά διαθέτω ειδικές
γνώσεις για το θέμα. Ωστόσο, με την πολύτιμη εμπειρία από τη
διαχρονική πορεία και στήριξη του Πανεπιστημίου και έχοντας επίγνωση των
μεγάλων δυνατοτήτων του για ακόμη πιο δυναμικά βήματα στο μέλλον, διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις για το υπουργικό σχέδιο. Η αρμοδιότητα, ωστόσο, και η ευθύνη της αξιολόγησής του
ανήκει πρωτίστως στις Πρυτανικές Αρχές του Πανεπιστημίου, τις οποίες θα πρέπει
να περιβάλλουμε με τη στήριξη και την εμπιστοσύνη μας.
Σε κάθε περίπτωση –πολλώ μάλλον αν
η αξιολόγηση αυτή είναι καταρχήν θετική- θα πρέπει να τεκμηριωθούν οι αναγκαίες βελτιώσεις στην πρόταση που
κατέθεσε ο υπουργός. Προφανώς και είναι αδιανόητο, για παράδειγμα, να
οριστεί ως έδρα της Οικονομικής Σχολής η Λάρισα, όταν ήδη στον Βόλο λειτουργεί
υποδειγματικά Τμήμα Οικονομικών Επιστημών στις εγκαταστάσεις του εμβληματικού
κτιρίου «Ματσάγγου». Όπως αδιανόητη είναι και η όποια
συζήτηση για μεταφορά της έδρας της Γεωπονικής από τον Βόλο στη Λάρισα. Είναι
αναγκαίο, επίσης, να αποφευχθούν αλληλοεπικαλύψεις στα προγράμματα
σπουδών διαφόρων Τμημάτων, καθώς και να υποστηριχθούν προτάσεις για περαιτέρω ανάπτυξη
του Πανεπιστημίου, όπως η συγκρότηση Τμήματος Τουρισμού σε επίπεδο ΑΕΙ, ή το
ενδεχόμενο ν’ αποτελέσει ο Βόλος έδρα της τέταρτης Νομικής Σχολής
που συζητείται, ή η δημιουργία προπτυχιακών προγραμμάτων στην αγγλική γλώσσα
–εφόσον επιτέλους ρυθμιστεί νομοθετικά αυτή η δυνατότητα- ώστε να προσελκυστούν
φοιτητές από άλλες χώρες.
«Δεν θα εξαναγκάσουμε κανέναν. Οι αλλαγές θα γίνουν με
ακαδημαϊκή και κοινωνική συναίνεση», δήλωσε τις προάλλες ο υπουργός Παιδείας. Ας
αξιοποιήσουμε, λοιπόν, κάθε περιθώριο υπεύθυνου διαλόγου, με
διορατικότητα, χωρίς υπεροψία και με το
βλέμμα στραμμένο στις επόμενες γενιές, κι όχι στις επόμενες εκλογές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου