Η πρόσφατη κρίση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ θεωρείται ως η σημαντικότερη μετά το 1994 και τη συμφωνία Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν για κατάπαυση του πυρός, της οποίας είχε προηγηθεί εξαετής πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών σχετικά με το μελλοντικό καθεστώς της περιοχής, υπό το πρίσμα της καταρρέουσας στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 Σοβιετικής Ένωσης. Η πρόσφατη κρίση καθιστά αναγκαία την απάντηση σε δύο βασικά ερωτήματα: το πρώτο, αφορά στο πώς οδηγηθήκαμε στο ξέσπασμα της βίας, και το δεύτερο, ποια στάση τήρησαν τα κύρια μέρη που εμπλέκονται στην εν λόγω διαμάχη αλλά και γενικότερα στη γεωπολιτική του Καυκάσου. Ιδιαίτερα θα μας απασχολήσει εδώ η θέση που πήρε η Ρωσία, καθώς και το πώς αυτή εξηγείται.
Αναγκαίο προς αυτήν την κατεύθυνση είναι να λάβουμε υπόψη το γεωπολιτικό
πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί στην ευρύτερη περιοχή τους τελευταίους μήνες και
το οποίο αδιαμφισβήτητα επηρεάζει τα δεδομένα στον Καύκασο. Συγκεκριμένα,
ιδιαίτερη είναι η σημασία της επιδείνωσης των σχέσεων Ρωσίας-Τουρκίας μετά το
περιστατικό κατάρριψης του ρωσικού βομβαρδιστικού από την Άγκυρα το Νοέμβριο
του 2015 αλλά και λόγω της ευρύτερης απόκλισης θέσεων και συμφερόντων μεταξύ
των δύο πλευρών στο Συριακό. Εξελίξεις που οδήγησαν –μεταξύ άλλων- στην
ενίσχυση της ρωσικής υποστήριξης προς το κουρδικό στοιχείο, με ότι αυτό
συνεπάγεται για τα τουρκικά συμφέροντα. Σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατο να
εξετάσουμε τις επιλογές των κρατών του Καυκάσου χωρίς να λάβουμε υπόψη τις
θέσεις και τα συμφέροντα βασικών γεωπολιτικών παικτών στην περιοχή όπως η Ρωσία
και η Τουρκία, δεδομένης και της στρατηγικής τους σύμπραξης με την Αρμενία (η
πρώτη) και το Αζερμπαϊτζάν (η δεύτερη). Σε αυτό το πλαίσιο, το ξέσπασμα της
βίας στο Ν. Καραμπάχ θεωρείται σε ένα βαθμό αντανάκλαση όσων λαμβάνουν χώρα στη
Συρία.
Παράλληλα, στις αναλύσεις για τις συχνές κρίσεις που ξεσπούν στο Ν. Καραμπάχ (βλ. υποσημείωση 8), θα πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη μια σημαντική –γενικότερου χαρακτήρα- παράμετρος. Πρόκειται για την απουσία ειρηνευτικής δύναμης προς επιτήρηση της συμφωνίας εκεχειρίας που επετεύχθη ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη το 1994. Απουσία που δυσχεραίνει την πρόληψη βίαιων επεισοδίων ενώ καθιστά δύσκολη την εκτίμηση της κατάστασης πριν αλλά και μετά το ξέσπασμα των συγκρούσεων.[1] Το θεσμικό εν ολίγοις πλαίσιο το οποίο έχει δημιουργηθεί για την ειρηνική επίλυση της διαφοράς (σχετικά με την Ομάδα Μινσκ βλ. υποσημείωση 7) δε δύναται να διασφαλίσει την επαρκή αποτροπή ενεργειών που στοχεύουν στην παραβίαση της εκεχειρίας.
Στις αναλύσεις για τις αιτίες που προκάλεσαν τα επεισόδια αναπτύχθηκαν τέσσερις βασικές εκδοχές, με τις περισσότερες εκτιμήσεις πάντως να οδηγούν στο ότι αυτά ξέσπασαν μετά από κινήσεις της αζέρικης πλευράς. Αναλυτικότερα:
Πρώτο ενδεχόμενο: η Ρωσία προκάλεσε κρίση μέσω της Αρμενίας, ώστε να διαμορφωθεί ένταση και να εμφανιστεί τελικά η ίδια ως το ισχυρό εκείνο τρίτο μέρος που θα διαμεσολαβήσει, θα οδηγήσει στην εκτόνωση της κατάστασης και θα προκαλέσει νέο γύρο διαπραγματεύσεων με τα εμπλεκόμενα μέρη, έχοντας ενισχύσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τη διπλωματική της θέση. Με βάση το σκεπτικό αυτό, η Ρωσία θα μπορούσε στη συνέχεια να ζητήσει την εγκατάσταση των στρατιωτικών δυνάμεων του Οργανισμού Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO) ως ειρηνευτικής δύναμης στην περιοχή, ώστε να αποκτήσει ακόμη πιο ενισχυμένη θέση στη διαχείριση του ζητήματος και να έχει εν τέλει οφέλη ως προς τη συνολική θέση της στον Καύκασο.[2]
Δεύτερο ενδεχόμενο: το Μπακού κινήθηκε σε συνεννόηση με την Άγκυρα, η οποία επέλεξε να ανοίξει
άλλο ένα μέτωπο με τη Μόσχα, δεδομένης και της επιδείνωσης των μεταξύ τους
σχέσεων μετά το περιστατικό της κατάρριψης του ρωσικού βομβαρδιστικού, το
Νοέμβριο του 2015. Η Τουρκία επέλεξε, δηλαδή, να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο στον
«πόλεμο δια αντιπροσώπων» με τη Ρωσία, δεδομένου ότι και στη Συρία τα δύο μέρη
υποστηρίζουν αντίπαλα στρατόπεδα. Με βάση το σκεπτικό αυτό, η τουρκική πλευρά,
βλέποντας ότι οι επιλογές της στη Συρία δεν είχαν τα αποτελέσματα που ανέμενε
και ότι δέχεται ισχυρές πιέσεις στο Κουρδικό, επέλεξε να προκαλέσει άλλη μία
κρίση, με στόχο να εκβιάσει την υποστήριξη της Δύσης, να στρέψει την προσοχή
στο εσωτερικό και το εξωτερικό μακριά από το ευαίσθητο ζήτημα του Κουρδικού,
καθώς και να «τιμωρήσει» τη Ρωσία για την υποστήριξή της προς τους Κούρδους.[3]
Τρίτο ενδεχόμενο: οι ενέργειες του Αζερμπαϊτζάν προκλήθηκαν από παρέμβαση της Δύσης και
ιδιαίτερα των ΗΠΑ, σκοπός των οποίων ήταν να ανοίξουν άλλο ένα μέτωπο εναντίον
της Ρωσίας, με τελικό στόχο την αποδυνάμωσή της στον Πρώην Σοβιετικό Χώρο.
Επίσης, να «τιμωρήσουν» τη Ρωσία για τη στάση της στη Συρία και το
δυναμισμό που επέδειξε εκεί. Με βάση τη θέση αυτή, η αμερικανική πλευρά ήρθε σε
συνεννόηση με αυτονομημένες ομάδες των ενόπλων δυνάμεων του Αζερμπαϊτζάν (οι
οποίες δεν ελέγχονται επαρκώς από τον Πρόεδρο Αλίεφ), στη βάση ενός σχεδίου
πρόκλησης έντασης. Η ένταση που θα προκαλούνταν, ιδιαίτερα σε περίπτωση που οι
ενέργειες του στρατού στο μέτωπο αποτύγχαναν, θα οδηγούσε σε ενδεχόμενη
εσωτερική αποσταθεροποίηση και τελικά σε ανατροπή του Αλίεφ, οι σχέσεις του
οποίου με τη Δύση έχουν επιδεινωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Αντίστοιχα,
σύμφωνα πάντα με την ίδια λογική, ακόμη και σε περίπτωση που ο στρατός του
Αζερμπαϊτζάν σημείωνε τελικά επιτυχίες, οι ΗΠΑ θα έβγαιναν και πάλι
κερδισμένες, καθότι η πιθανή πρόκληση αναταραχής στην Αρμενία, λόγω των
απωλειών στο μέτωπο, θα οδηγούσε σε πιθανή ανατροπή της κυβέρνησης και σε
εγκατάσταση νέας με φιλοδυτικό προσανατολισμό. Θυμίζουμε, στο σημείο αυτό,
ότι πριν από λίγους μήνες είχαν ξεσπάσει αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στο
Ερεβάν, τις οποίες ορισμένοι στη Ρωσία θεώρησαν ως «αντιρωσικές»[4].
Ακόμη και αν κανένα από τα δύο σενάρια δεν επιβεβαιωνόταν, οι ΗΠΑ και πάλι
θα μπορούσαν να βγουν κερδισμένες, καθώς σε περίπτωση όπου η Ρωσία έσπευδε να
υποστηρίξει τη στρατιωτική της σύμμαχο Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν –από αδύναμη
θέση- θα αναγκαζόταν να κινηθεί εκ νέου προς την κατεύθυνση της Δύσης, ο δε
Αλίεφ να κάνει υποχωρήσεις σε ζητήματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα και η
δημοκρατία, τα οποία θέτει επιτακτικά η πλευρά της Δύσης. Αν πάλι η Μόσχα δεν
έσπευδε προς υποστήριξη του Ερεβάν, το τελευταίο θα επιχειρούσε ενδεχομένως
φιλοδυτική στροφή καθώς η Ρωσία θα αποδεικνυόταν αναξιόπιστος σύμμαχος.
Ανεξαρτήτως πάντως από το αν και ποιο από τα παραπάνω σενάρια θα
επιβεβαιωνόταν, κεντρική φιλοσοφία της συγκεκριμένης ανάλυσης είναι ότι στόχος
των πρόσφατων επεισοδίων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ είναι η αποδυνάμωση της θέσης της
Ρωσίας στην Υπερκαυκασία.
Τέταρτο ενδεχόμενο: η έκρηξη της βίας στο Καραμπάχ δεν έχει σχέση με γεωπολιτικούς υπολογισμούς ή με εμπλοκή τρίτων μερών προς εξυπηρέτηση δικών τους στόχων. Αντίθετα, υπήρξε συνέπεια της εσωτερικής δυναμικής της κρίσης, που σχετίζεται με αυτή καθεαυτή τη διαφορά μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν για το καθεστώς της περιοχής και τη διαιώνιση μιας κατάστασης («πάγωμα» σύγκρουσης), η οποία κρίθηκε από την πλευρά του Μπακού ότι δεν ευνοεί τα συμφέροντα και τις θέσεις του. Ζητούμενο, τελικά, για το τελευταίο ήταν το «ξεπάγωμα» της σύγκρουσης, ώστε αφενός μεν να ξεκινήσει και πάλι η διαδικασία διαπραγμάτευσης, αφετέρου δε να τεθούν εκ νέου στο τραπέζι των συζητήσεων οι όροι μιας πιθανής λύσης.[5] Διότι τελικά το Μπακού δείχνει δυσαρεστημένο όχι μόνο με τη στασιμότητα στη διαδικασία εξεύρεσης λύσης, η οποία παγιώνει δεδομένα που δεν το ευνοούν, αλλά και με τους όρους που έχουν τεθεί ως βάση ενδεχόμενου συμβιβασμού, οι οποίοι αποτυπώθηκαν στις Αρχές της Μαδρίτης[6] (2007) στο πλαίσιο λειτουργίας της Ομάδας Μινσκ[7]. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει και άλλες προσπάθειες «ξεπαγώματος» της σύγκρουσης, με πρόκληση παρόμοιων -αν και όχι ανάλογης έκτασης- περιστατικών[8]. Ως εκ τούτου, η πρόσφατη κρίση δε θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως ένα μεμονωμένο περιστατικό αλλά ως συνέχεια αντίστοιχων παλαιότερων. Με βάση την άποψη αυτή, ρόλο στο ξέσπασμα της κρίσης έπαιξε και η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης στο Αζερμπαϊτζάν, η οποία οφείλεται στη σημαντική μείωση των τιμών του πετρελαίου. Είναι κατ’ επέκταση πιθανό ότι ο Πρόεδρος Αλίεφ προσπάθησε να στρέψει την προσοχή μακριά από τα εσωτερικά προβλήματα, σε ένα άλλο, «μεγάλο» ζήτημα, προσπαθώντας παράλληλα να ενισχύσει μέσω αυτού τη θέση του, με την επίδειξη δυναμικής και αποφασιστικής στάσης.
Τέταρτο ενδεχόμενο: η έκρηξη της βίας στο Καραμπάχ δεν έχει σχέση με γεωπολιτικούς υπολογισμούς ή με εμπλοκή τρίτων μερών προς εξυπηρέτηση δικών τους στόχων. Αντίθετα, υπήρξε συνέπεια της εσωτερικής δυναμικής της κρίσης, που σχετίζεται με αυτή καθεαυτή τη διαφορά μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν για το καθεστώς της περιοχής και τη διαιώνιση μιας κατάστασης («πάγωμα» σύγκρουσης), η οποία κρίθηκε από την πλευρά του Μπακού ότι δεν ευνοεί τα συμφέροντα και τις θέσεις του. Ζητούμενο, τελικά, για το τελευταίο ήταν το «ξεπάγωμα» της σύγκρουσης, ώστε αφενός μεν να ξεκινήσει και πάλι η διαδικασία διαπραγμάτευσης, αφετέρου δε να τεθούν εκ νέου στο τραπέζι των συζητήσεων οι όροι μιας πιθανής λύσης.[5] Διότι τελικά το Μπακού δείχνει δυσαρεστημένο όχι μόνο με τη στασιμότητα στη διαδικασία εξεύρεσης λύσης, η οποία παγιώνει δεδομένα που δεν το ευνοούν, αλλά και με τους όρους που έχουν τεθεί ως βάση ενδεχόμενου συμβιβασμού, οι οποίοι αποτυπώθηκαν στις Αρχές της Μαδρίτης[6] (2007) στο πλαίσιο λειτουργίας της Ομάδας Μινσκ[7]. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει και άλλες προσπάθειες «ξεπαγώματος» της σύγκρουσης, με πρόκληση παρόμοιων -αν και όχι ανάλογης έκτασης- περιστατικών[8]. Ως εκ τούτου, η πρόσφατη κρίση δε θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως ένα μεμονωμένο περιστατικό αλλά ως συνέχεια αντίστοιχων παλαιότερων. Με βάση την άποψη αυτή, ρόλο στο ξέσπασμα της κρίσης έπαιξε και η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης στο Αζερμπαϊτζάν, η οποία οφείλεται στη σημαντική μείωση των τιμών του πετρελαίου. Είναι κατ’ επέκταση πιθανό ότι ο Πρόεδρος Αλίεφ προσπάθησε να στρέψει την προσοχή μακριά από τα εσωτερικά προβλήματα, σε ένα άλλο, «μεγάλο» ζήτημα, προσπαθώντας παράλληλα να ενισχύσει μέσω αυτού τη θέση του, με την επίδειξη δυναμικής και αποφασιστικής στάσης.
Από τα τέσσερα προαναφερθέντα σενάρια, επικρατέστερο, κατά τη γνώμη μας,
είναι το τέταρτο για τους παρακάτω λόγους:
Το πρώτο σενάριο δε λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι
η Ρωσία διατηρεί στενές σχέσεις τόσο με την Αρμενία, όσο και με το
Αζερμπαϊτζάν. Επισημαίνεται ότι η Αρμενία είναι ενταγμένη και στην Ευρασιατική
Οικονομική Ένωση και στον Οργανισμό Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας, ενώ διατηρεί
στρατιωτική συμφωνία με τη Ρωσία, βάσει της οποίας προβλέπεται η διατήρηση
ρωσικών στρατιωτικών βάσεων στην Αρμενία, πώληση όπλων σε μειωμένη τιμή και
εγγύηση προστασίας από πιθανή επίθεση. Το Αζερμπαϊτζάν από( την άλλη
διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για τα ενεργειακά συμφέροντα της Μόσχας, καθότι
είναι πλούσιο σε υδρογονάνθρακες. Επιπλέον αποτελεί ένα από τα πέντε παράκτια
κράτη που έχουν λόγο στον καθορισμό τού –μη συμφωνημένου ακόμη- νομικού
καθεστώτος της πλούσιας σε ενεργειακούς πόρους Κασπίας. Παράλληλα, αποτελεί
σημαντικό παράγοντα για την αντιμετώπιση δικτύων ισλαμικής τρομοκρατίας στην
περιοχή (ιδιαίτερη σημασία αποκτούν εδώ οι αναφορές –κυρίως ρωσικών ΜΜΕ- ότι αριθμός
50-70 Αζέρων μαχητών του Ισλαμικού Κράτους επέστρεψαν μέσω Τουρκίας ώστε να
πολεμήσουν στο μέτωπο του Καραμπάχ[9]). Τέλος, αποτελεί
σημαντική παράμετρο των ρωσο-ιρανικών σχέσεων, οι οποίες τα τελευταία χρόνια
διατηρούνται σε συνεργατικό επίπεδο.
Πέραν αυτών, σε περίπτωση που η σύγκρουση αποκτούσε μαζικό χαρακτήρα και εξελισσόταν σε μεγάλης χρονικής διάρκειας σύρραξη (ουσιαστικά σε νέα πολεμική διαμάχη), η Ρωσία θα αναγκαζόταν ενδεχομένως να πάρει το μέρος της Αρμενίας[10], με αποτέλεσμα το Αζερμπαϊτζάν να οδηγηθεί εκ νέου στην αγκαλιά της Τουρκίας και τελικά να επανασυσταθεί ο στρατηγικός άξονας Μπακού-Τιφλίδας-Άγκυρας, εξέλιξη που θα ενίσχυε τη θέση της Τουρκίας στον Καύκασο. Μια τέτοια προοπτική ήταν πάντοτε απευκταία από τη Μόσχα – πολλώ δε μάλλον κατά την τρέχουσα χρονική συγκυρία, με δεδομένο το ιδιαίτερα αρνητικό επίπεδο στο οποίο παραμένουν οι σχέσεις των δύο πλευρών.
Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι ούτε η αρμενική πλευρά ούτε αυτή του Ναγκόρνο Καραμπάχ έχουν ιδιαίτερους λόγους να προκαλούν κρίσεις, καθότι το διαμορφωμένο status quo και το «πάγωμα» της διαμάχης ευνοούν τα συμφέροντά τους, δεδομένης και της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί μετά το τέλος του εξαετούς πολέμου (1988-1994).
Πέραν αυτών, σε περίπτωση που η σύγκρουση αποκτούσε μαζικό χαρακτήρα και εξελισσόταν σε μεγάλης χρονικής διάρκειας σύρραξη (ουσιαστικά σε νέα πολεμική διαμάχη), η Ρωσία θα αναγκαζόταν ενδεχομένως να πάρει το μέρος της Αρμενίας[10], με αποτέλεσμα το Αζερμπαϊτζάν να οδηγηθεί εκ νέου στην αγκαλιά της Τουρκίας και τελικά να επανασυσταθεί ο στρατηγικός άξονας Μπακού-Τιφλίδας-Άγκυρας, εξέλιξη που θα ενίσχυε τη θέση της Τουρκίας στον Καύκασο. Μια τέτοια προοπτική ήταν πάντοτε απευκταία από τη Μόσχα – πολλώ δε μάλλον κατά την τρέχουσα χρονική συγκυρία, με δεδομένο το ιδιαίτερα αρνητικό επίπεδο στο οποίο παραμένουν οι σχέσεις των δύο πλευρών.
Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι ούτε η αρμενική πλευρά ούτε αυτή του Ναγκόρνο Καραμπάχ έχουν ιδιαίτερους λόγους να προκαλούν κρίσεις, καθότι το διαμορφωμένο status quo και το «πάγωμα» της διαμάχης ευνοούν τα συμφέροντά τους, δεδομένης και της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί μετά το τέλος του εξαετούς πολέμου (1988-1994).
Αναφορικά με το δεύτερο σενάριο, η υιοθέτησή του συνεπάγεται αποδοχή της άποψης ότι το Μπακού αποτελεί απλώς το «μακρύ χέρι» της Άγκυρας στον Καύκασο και ως εκ τούτου οι στρατηγικές του επιλογές ακολουθούν παθητικά τις επιθυμίες της. Παρά τη δεδομένη γεωπολιτική σύμπλευση των δύο πλευρών μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, η υιοθέτηση της παραπάνω άποψης δεν έχει έρεισμα. Εξάλλου, σύμφωνα και με όσα προαναφέραμε, το Αζερμπαϊτζάν διατηρεί στενή συνεργασία με τη ρωσική πλευρά, όπως άλλωστε δείχνει και το γεγονός ότι επέλεξε να μην ακολουθήσει στρατηγική ένταξης στου ευρωατλαντικούς θεσμούς (ΕΕ, ΝΑΤΟ), σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τη Γεωργία. Όπως επίσης και το γεγονός ότι η Μόσχα πουλά όπλα στο Μπακού, προκαλώντας την αντίδραση της αρμενικής πλευράς. Αναφορικά δε με τις σχέσεις του Αζερμπαϊτζάν με την Τουρκία, ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη συγκρατημένη στάση που το πρώτο επέδειξε σε σχέση με το περιστατικό κατάρριψης του ρωσικού βομβαρδιστικού, αλλά και σε σχέση με τη γενικότερη επιδείνωση των ρωσο-τουρκικών σχέσεων. Έδειξε μάλιστα διάθεση ακόμη και να μεσολαβήσει ανάμεσα στις δύο πλευρές με στόχο την εξομάλυνση των διαφορών τους, κίνηση που, αν μη τι άλλο, δείχνει ότι η αζέρικη ηγεσία τήρησε ίσες αποστάσεις από τα αντιμαχόμενα μέρη.
Είναι, επιπλέον, εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο η ίδια η Άγκυρα θα επιθυμούσε να ανοίξει νέα μέτωπα, σε περίοδο που αντιμετωπίζει μεγάλη δυσκολία στη διαχείριση των ήδη υπαρχόντων (Συριακό, Κουρδικό, τρομοκρατική απειλή στο εσωτερικό της). Αποσταθεροποιητικές ενέργειες στον Καύκασο θα συνεπάγονταν επίσης περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεών της με τη Ρωσία και κατ’ επέκταση θα οδηγούσαν τη Ρωσία σε κινήσεις που θα στόχευαν να προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στην Τουρκία (ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το Κουρδικό).
Αναφορικά με το τρίτο σενάριο, δε γίνεται κατανοητός ο λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ θα επέλεγαν να ανοίξουν ένα νέο μέτωπο με τη Ρωσία, τη στιγμή που προσπαθούν να έρθουν σε συνεννόηση μαζί της ως προς τη διαχείριση του Συριακού, ζήτημα το οποίο, σε κάθε περίπτωση, βρίσκεται πολύ πιο ψηλά στις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Είναι γεγονός, άλλωστε, πως οι ΗΠΑ (αλλά και η ΕΕ) κινούνται σταθερά στη γραμμή της εξεύρεσης πολιτικής λύσης στο ζήτημα του Καραμπάχ, στη βάση των διαπραγματεύσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Γενικότερα, στη διαχείριση της σύγκρουσης διαπιστώνεται εν μέρει σύγκλιση θέσεων μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, κάτι που δεν ισχύει για άλλα -παρόμοιου χαρακτήρα- ζητήματα, όπως αυτά της Ν. Οσετίας και της Αμπχαζίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η Δύση δείχνει να αποδέχεται πλήρως τη ρωσική πρωτοκαθεδρία στη διαμεσολάβηση για την εκτόνωση της πρόσφατης κρίσης, όπως φαίνεται και από την απουσία οποιασδήποτε αντίδρασης σε σχέση με τις διπλωματικές πρωτοβουλίες που ανέλαβε η Μόσχα προς την κατεύθυνση επίτευξης και τήρησης της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός καθώς και επανεκκίνησης της διαδικασίας διαπραγματεύσεων μεταξύ των εμπλεκομένων πλευρών. Δεν είναι επίσης κατανοητό γιατί η Δύση θα επεδίωκε να δημιουργήσει μια κρίση που αφενός θα μπορούσε τελικά να βγάλει κερδισμένη σε διπλωματικό επίπεδο τη Μόσχα (εφόσον αυτή δεν έσπευδε να υποστηρίξει ξεκάθαρα τη μία εκ των δύο πλευρών, αλλά συνέχιζε να επιλέγει το ρόλο του διαμεσολαβητή) και αφετέρου θα δημιουργούσε ζήτημα σχετικά με την αξιοπιστία της Ομάδας Μινσκ, η διατήρηση της οποίας δίνει ουσιαστικό λόγο στη Δύση αναφορικά με τη διαχείριση του ζητήματος του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Με βάση αυτά, θεωρείται πιθανό οι αναλύσεις περί αμερικανικής εμπλοκής στην πρόσφατη κρίση, προερχόμενες κατά βάση από ρωσικούς αντιδυτικούς κύκλους, να στόχευαν στην αλλαγή του διαμορφωμένου θεσμικού πλαισίου διαπραγμάτευσης για την επίλυση της σύγκρουσης και τελικά στην αντικατάσταση της Ομάδας Μινσκ, μέσω εμπλοκής άλλων οργανισμών στους οποίους δε συμμετέχουν δυτικά κράτη (πχ. Σύμφωνο Συνεργασίας Σαγκάης). Σε κάθε περίπτωση, οι ΗΠΑ δεν έχουν, κατά την τρέχουσα συγκυρία, σε υψηλή προτεραιότητα τον Καύκασο. Είναι ως εκ τούτου αμφίβολη η διάθεσή τους να προχωρήσουν σε κινήσεις που θα δημιουργούσαν ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης με τη Μόσχα, η συνεργασία της οποίας κρίνεται πλέον αναγκαία σε μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων.
Αναφορικά, τέλος, με το τέταρτο σενάριο, αυτό φαίνεται, όπως προαναφέραμε, ως το πιο ισχυρό. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται συχνή έξαρση της βίας στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπως δείχνει και το τακτικό ξέσπασμα επεισοδίων. Κατ’ επέκταση, η πρόσφατη κρίση δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στο πλαίσιο μιας σειράς αντίστοιχων –αν και μικρότερης έντασης- κρίσεων, που στόχο φαίνεται να είχαν το «ξεπάγωμα» της σύγκρουσης. Αφενός προκειμένου να κινηθεί μια διαπραγματευτική διαδικασία η οποία εμφανίζεται στάσιμη, και αφετέρου προκειμένου να τεθούν σε αυτήν όροι που θα αλλάξουν τα δεδομένα της διαπραγμάτευσης όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της Ομάδας Μινσκ (Αρχές της Μαδρίτης).
Δύο επιπλέον παράγοντες είναι, ωστόσο, πιθανό ότι συνέβαλαν στο ξέσπασμα
της πρόσφατης σύρραξης. Πρώτον, η εσωτερική κρίση στο Αζερμπαϊτζάν, δεδομένης
της κακής οικονομικής συγκυρίας λόγω της πτώσης των τιμών του πετρελαίου. Δεύτερον,
η κρίση στις σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας, η οποία διαμόρφωσε πιθανώς στο Μπακού την
πεποίθηση ότι οι ενέργειές του θα τύχουν της ισχυρής –έστω ρητορικής-
υποστήριξης από την πλευρά της Άγκυρας και κατ’ επέκταση στην άμεση ρωσική
κινητοποίηση ώστε να «ξεπαγώσει» η διαπραγμάτευση. Το Μπακού φαίνεται,
παράλληλα, να εκτίμησε ότι η Μόσχα είναι μάλλον απίθανο να ταχθεί αναφανδόν με
το μέρος της αρμενικής πλευράς, καθώς κάτι τέτοιο θα το οδηγούσε στην αγκαλιά
της Τουρκίας.
Είναι έτσι εμφανές πως, παρότι το ξέσπασμα της κρίσης φαίνεται πως δεν είχε γεωπολιτικά κίνητρα (υπό την έννοια ότι οι αιτίες του δε σχετίζονταν με πιθανά παιχνίδια ορισμένων εκ των κύριων εμπλεκομένων στον Καύκασο μερών), πρέπει ωστόσο σαφώς να αναλυθεί με βάση τα τρέχοντα γεωπολιτικά δεδομένα στην ευρύτερη περιοχή και ιδιαίτερα τις επιδεινούμενες ρωσο-τουρκικές σχέσεις.
Οι κίνδυνοι και οι ευκαιρίες για τη Ρωσία
Είναι έτσι εμφανές πως, παρότι το ξέσπασμα της κρίσης φαίνεται πως δεν είχε γεωπολιτικά κίνητρα (υπό την έννοια ότι οι αιτίες του δε σχετίζονταν με πιθανά παιχνίδια ορισμένων εκ των κύριων εμπλεκομένων στον Καύκασο μερών), πρέπει ωστόσο σαφώς να αναλυθεί με βάση τα τρέχοντα γεωπολιτικά δεδομένα στην ευρύτερη περιοχή και ιδιαίτερα τις επιδεινούμενες ρωσο-τουρκικές σχέσεις.
Οι κίνδυνοι και οι ευκαιρίες για τη Ρωσία
Από τα παραπάνω προκύπτουν ορισμένα βασικά συμπεράσματα αναφορικά με τη
θέση της Ρωσίας σε σχέση με την πρόσφατη κρίση, αλλά και γενικά ως προς το
ζήτημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Είναι εμφανές ότι η Μόσχα δεν επιθυμεί δημιουργία εντάσεων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, καθώς θα ετίθετο σε κίνδυνο η διατήρηση των στενών σχέσεων τόσο με την Αρμενία όσο και με το Αζερμπαϊτζάν. Εν τέλει η Μόσχα μπορεί να έχανε το ρόλο του αντικειμενικού διαμεσολαβητή που της προσδίδει διπλωματικό βάρος στον Καύκασο, με κίνδυνο, μάλιστα, δυναμικής επανάκαμψης του τουρκικού παράγοντα και επανασύστασης του στρατηγικού άξονα Μπακού-Τιφλίδας-Άγκυρας, ο οποίος θα οδηγούσε σε αποδυνάμωση των ρωσικών ερεισμάτων. Δεδομένης της σημασίας του Αζερμπαϊτζάν για τη ρωσική ενεργειακή στρατηγική, καθώς και για την αντιμετώπιση της ισλαμικής τρομοκρατίας αλλά και τα ζητήματα των ρωσο-ιρανικών σχέσεων, η Μόσχα δε θα επιθυμούσε διατάραξη των σχέσεών της με το Μπακού. Το ιδανικό σενάριο για τη Μόσχα θα ήταν να το δει να εντάσσεται στους περιφερειακούς θεσμούς που η ίδια προωθεί (Ευρασιατική Ένωση, Οργανισμός Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας), αντιλαμβάνεται δε ότι αυτό το –ούτως ή άλλως δύσκολα πραγματοποιήσιμο- σενάριο θα έχει τις όποιες πιθανότητες επιτυχίες μόνο σε περίπτωση που η αζερική πλευρά συνεχίσει να βλέπει τη Ρωσία ως έναν αξιόπιστο εταίρο που τηρεί τις ισορροπίες στην περιοχή και έχει τη δυνατότητα να συμβάλει αποτελεσματικά στην επίλυση του ζητήματος του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Είναι εμφανές ότι η Μόσχα δεν επιθυμεί δημιουργία εντάσεων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, καθώς θα ετίθετο σε κίνδυνο η διατήρηση των στενών σχέσεων τόσο με την Αρμενία όσο και με το Αζερμπαϊτζάν. Εν τέλει η Μόσχα μπορεί να έχανε το ρόλο του αντικειμενικού διαμεσολαβητή που της προσδίδει διπλωματικό βάρος στον Καύκασο, με κίνδυνο, μάλιστα, δυναμικής επανάκαμψης του τουρκικού παράγοντα και επανασύστασης του στρατηγικού άξονα Μπακού-Τιφλίδας-Άγκυρας, ο οποίος θα οδηγούσε σε αποδυνάμωση των ρωσικών ερεισμάτων. Δεδομένης της σημασίας του Αζερμπαϊτζάν για τη ρωσική ενεργειακή στρατηγική, καθώς και για την αντιμετώπιση της ισλαμικής τρομοκρατίας αλλά και τα ζητήματα των ρωσο-ιρανικών σχέσεων, η Μόσχα δε θα επιθυμούσε διατάραξη των σχέσεών της με το Μπακού. Το ιδανικό σενάριο για τη Μόσχα θα ήταν να το δει να εντάσσεται στους περιφερειακούς θεσμούς που η ίδια προωθεί (Ευρασιατική Ένωση, Οργανισμός Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας), αντιλαμβάνεται δε ότι αυτό το –ούτως ή άλλως δύσκολα πραγματοποιήσιμο- σενάριο θα έχει τις όποιες πιθανότητες επιτυχίες μόνο σε περίπτωση που η αζερική πλευρά συνεχίσει να βλέπει τη Ρωσία ως έναν αξιόπιστο εταίρο που τηρεί τις ισορροπίες στην περιοχή και έχει τη δυνατότητα να συμβάλει αποτελεσματικά στην επίλυση του ζητήματος του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Οι κινήσεις της Μόσχας μετά το ξέσπασμα της κρίσης δείχνουν έτσι να κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση, με τη ρωσική ηγεσία να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες τόσο για την προώθηση συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός, όσο και για την επανεκκίνηση της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Χαρακτηριστικές είναι μάλιστα οι δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, στο ρωσικό πρακτορείο TASS (7 Απριλίου)[11]. Συγκεκριμένα, δήλωσε: «πιστεύω ότι η σημερινή κατάσταση θα εμπεδωθεί και θα ενθαρρύνει όλους εμάς να εγκρίνουμε τα μέτρα αυτά και να τα θέσουμε σε ισχύ το συντομότερο δυνατόν. Χθες, κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τον κ. Αλίεφ, έθεσα αυτό το ζήτημα. Ο ίδιος υποστήριξε την προσέγγιση αυτή, με την προϋπόθεση ότι θα εισαγάγουμε αυτά τα μέτρα με στόχο όχι να διαιωνίζεται το status quo (κανείς δεν το θέλει αυτό), αλλά να εξασφαλίσουμε τη σταθεροποίηση και εξομάλυνση της κατάστασης και να δημιουργήσουμε ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για μια πολιτική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας, εκτός από τις προσπάθειες των τριών συμπροέδρων -μαζί με τους Αμερικανούς και Γάλλους εταίρους μας-, η Ρωσία συνεχίζει να αναλαμβάνει τις δικές της πρωτοβουλίες».
Από την παραπάνω δήλωση είναι προφανές πως η πλευρά του Αζερμπαϊτζάν έθεσε θέμα «ξεπαγώματος» της διαπραγματευτικής διαδικασίας, αισθανόμενη ότι η διαιώνισή της είναι εις βάρος των συμφερόντων της. Από την πλευρά της, η Ρωσία δείχνει να επιδιώκει πολιτική λύση στο πρόβλημα, διατηρώντας τη δυνατότητα να εμφανίζεται ως σταθεροποιητικός παράγοντας, ο οποίος διαμεσολαβεί προκειμένου να εκτονώνονται οι όποιες κρίσεις και προκειμένου να μένει ζωντανή μια διαπραγματευτική διαδικασία, η οποία επιθυμεί να καταλήξει στην επίτευξη μιας αμοιβαία αποδεκτής διευθέτησης. Είναι εδώ σημαντικό να επισημανθεί, εκ νέου, ότι η Δύση φαίνεται να αναγνωρίζει τη ρωσική πρωτοκαθεδρία στη διαχείριση του ζητήματος, όπως δείχνει η απουσία οποιασδήποτε αρνητικής αντίδρασης στις διπλωματικές πρωτοβουλίες που ανέλαβε η ρωσική πλευρά μετά το ξέσπασμα των πρόσφατων ταραχών, αλλά και η ουσιαστική απουσία αντίστοιχων πρωτοβουλιών από την πλευρά της. Με βάση τα δεδομένα αυτά, η Ρωσία δύναται να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία.
Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος με τον οποίο κινείται η Ρωσία μετά τα πρόσφατα επεισόδια δείχνει να επιβεβαιώνει την άποψη ότι αναγνωρίζει τους κινδύνους που προκύπτουν για τη θέση της στην περιοχή από το ξέσπασμα κρίσεων, όπως η τελευταία. Κίνδυνοι οι οποίοι σχετίζονται με την πιθανότητα εκ νέου στρατηγικής απόκλισης από το Μπακού και τελικά επανάκαμψης της Τουρκίας στην περιοχή.
Πηγές
Μανώλη Παναγιώτα, Γιατί η «παγωμένη» σύγκρουση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ αναζωπυρώθηκε;. Απρίλιος 2016, ELIAMEP Briefing Notes 45/2016. Διαθέσιμο ως http://www.eliamep.gr/wp-content/uploads/2016/04/Briefing-Notes_45_Panagiota-Manoli.pdf.
De Waal T., Dangerous Days in Karabakh, 2/4/2016, Carnegie Moscow Center (online). Διαθέσιμο ωςhttp://carnegie.ru/commentary/2016/04/02/dangerous-days-in-karabakh/iwiu.
Khadddour Yousef A., Nagorno Karabakh: Reading in the Behavior of the Parties, 6/4/2016, Katehon.com. Διαθέσιμο ωςhttp://katehon.com/article/nagorno-karabakh-reading-behavior-parties.
Markedonov S., Prichiny i Znacheniye Novoy Eskalatsii Konflikta v Nagornom Karabakhe, 5/4/2016, Foreignpolicy.ru. Διαθέσιμο ωςhttp://foreignpolicy.ru/analyses/prichiny-i-znachenie-novoy-eskalatsii-konflikta-v-nagornom-karabahe/.
The Ceasefire in Nagorno Karabakh will not Last, 6/4/2016, Katehon.com. Διαθέσιμο ως http://katehon.com/article/ceasefire-nagorno-karabakh-will-not-last-long.
ΟΑΣΕ, Osce.org. Διαθέσιμο ως http://www.osce.org/mg/51152
ΟΑΣΕ, Osce.org. Διαθέσιμο ως http://www.osce.org/mg.
Azerbaydzhanskiy otryad IGIL pokinul Rakku, chtoby voyevat' v NKR, 4/4/2016, Life.ru. Διαθέσιμοhttps://life.ru/t/%D0%BD%D0%BE%D0%B2%D0%BE%D1%81%D1%82%D0%B8/194789
Russian Ministry of Foreign Affairs, Mid.ru, http://www.mid.ru/foreign_policy/news/-/asset_publisher/cKNonkJE02Bw/content/id/2213708?p_p_id=101_INSTANCE_cKNonkJE02Bw&_101_INSTANCE_cKNonkJE02Bw_languageId=en_GB.
[1]Μανώλη Παναγιώτα, Γιατί η «παγωμένη» σύγκρουση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ αναζωπυρώθηκε;. Απρίλιος 2016, ELIAMEP Briefing Notes 45/2016. Διαθέσιμο ως http://www.eliamep.gr/wp-content/uploads/2016/04/Briefing-Notes_45_Panagiota-Manoli.pdf.
[2] Για σχετικές αναφορές βλ. De Waal T., Dangerous Days in Karabakh, 2/4/2016, Carnegie Moscow Center (online). Διαθέσιμο ωςhttp://carnegie.ru/commentary/2016/04/02/dangerous-days-in-karabakh/iwiu.
[3] Βλ. σχετικά Khadddour Yousef A., Nagorno Karabakh: Reading in the Behavior of the Parties, 6/4/2016, Katehon.com. Διαθέσιμο ωςhttp://katehon.com/article/nagorno-karabakh-reading-behavior-parties.
[4] Βλ. σχετικά The Ceasefire in Nagorno Karabakh will not Last, 6/4/2016, Katehon.com. Διαθέσιμο ως http://katehon.com/article/ceasefire-nagorno-karabakh-will-not-last-long.
[5] Βλ. Markedonov S., Prichiny i Znacheniye Novoy Eskalatsii Konflikta v Nagornom Karabakhe, 5/4/2016, Foreignpolicy.ru. Διαθέσιμο ωςhttp://foreignpolicy.ru/analyses/prichiny-i-znachenie-novoy-eskalatsii-konflikta-v-nagornom-karabahe/.
[6] Η μη χρήση βίας, η εδαφική ακεραιότητα και η αυτοδιάθεση των λαών αποτελούν τα τρία βασικά στοιχεία των Αρχών και αντιστοιχούν στα άρθρα ΙΙ (αποχή από την απειλή ή τη χρήση βίας), IV (Εδαφική ακεραιότητα των κρατών) και VIII (Ίσα δικαιώματα και αυτοδιάθεση των λαών) της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι (βλ. αναλυτικότερα http://www.osce.org/mg/51152).
[7] Η Ομάδα Μινσκ, η οποία δημιουργήθηκε το 1992 και λειτουργεί στο πλαίσιο του ΟΑΣΕ, έχει ως στόχο την εξεύρεση ειρηνικής λύσης στη σύγκρουση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Συμπροεδρεύοντα κράτη της Ομάδας Μινσκ αποτελούν η Γαλλία, η Ρωσική Ομοσπονδία και οι Ηνωμένες Πολιτείες ενώ σε αυτή συμμετέχουν σειρά άλλων ευρωπαϊκών κρατών (βλ. σχετικά http://www.osce.org/mg).
[8] Αναφέρονται ενδεικτικά οι κρίσεις του Μαρτίου του 2008, τα σποραδικά επεισόδια του Φεβρουαρίου του 2010 και οι εχθροπραξίες του Ιουλίου του 2014.
[9] Βλ. Azerbaydzhanskiy otryad IGIL pokinul Rakku, chtoby voyevat' v NKR, 4/4/2016, Life.ru. Διαθέσιμοhttps://life.ru/t/%D0%BD%D0%BE%D0%B2%D0%BE%D1%81%D1%82%D0%B8/194789.
[10] Θα επρόκειτο πάντως κυρίως για μια πολιτική επιλογή καθότι με τη στρατιωτική συμφωνία Ρωσίας-Αρμενίας (τροποποιήθηκε το 2010), η πρώτη καθίσταται μεν εγγυητής της εδαφικής ακεραιότητας της δεύτερης, η εγγύηση ωστόσο αφορά μόνο εδάφη που η Αρμενία αναγνωρίζει ως δικά της και όχι το Ναγκόρνο Καραμπάχ, την ανεξαρτησία του οποίου δεν έχει αναγνωρίσει το Ερεβάν- πολλώ δε μάλλον δεν έχει αναφερθεί στο ενδεχόμενο να το θεωρήσει δικό του έδαφος.
[11]Βλ Russian Ministry of Foreign Affairs, Mid.ru. Διαθέσιμο http://www.mid.ru/foreign_policy/news/-/asset_publisher/cKNonkJE02Bw/content/id/2213708?p_p_id=101_INSTANCE_cKNonkJE02Bw&_101_INSTANCE_cKNonkJE02Bw_languageId=en_GB.
*Ο Αντώνης Σκοτινιώτης είναι υπ.διδάκτορας του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών και Συντονιστής της Ομάδας Έρευνας Ρωσίας του Εργαστηρίου Μελέτης Κρατών BRICS του Πανεπιστημίου Πειραιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου