Του Αντώνη Π. Σκοτινιώτη*
Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης στο πρόσφατο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων για την Ουκρανία (29/1/2015) προκάλεσε αρκετές συζητήσεις εντός και εκτός Ελλάδας. Πέρα από τις υπερβολές που ακούστηκαν περί αλλαγής του στρατηγικού προσανατολισμού της χώρας από την ΕΕ προς τη Ρωσία, χρήσιμο είναι να εξεταστεί το ποια ακριβώς υπήρξε η θέση της ελληνικής πλευράς, το τι αυτή σηματοδοτεί καθώς και το πώς αυτή ερμηνεύεται.
Αρχικά, θα πρέπει να τονιστεί ότι η ελληνική κυβέρνηση διαφοροποιήθηκε σε σχέση με τη στάση που είχε ακολουθήσει η προηγούμενη καθώς: αντιτάχθηκε στην επιβολή νέων κυρώσεων αλλά και στην παράταση όσων είχαν ήδη επιβληθεί για διάστημα ενός έτους. Τελικά, πέτυχε να αποτρέψει το ενδεχόμενο υιοθέτησης νέων κυρώσεων αλλά και να περιορίσει την επέκταση όσων είχαν ήδη επιβληθεί μόνο για έξι μήνες (βλ. δηλώσεις Υπ. Εξ. μετά τη λήξη της Συνόδου). Πέρασε έτσι τις δύο βασικές της θέσεις, κρίνοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα διασφαλιζόταν σε μεγαλύτερο βαθμό η δυνατότητα προώθησης του διαλόγου με τη Μόσχα, ώστε να μην επέλθει ρήξη στις σχέσεις της με την ΕΕ (βλ. δηλώσεις Έλληνα Υπ. Εξ. κατά την είσοδό του στο κτίριο της Συνόδου).
Πέραν ωστόσο από τη σύνοψη των πεπραγμένων της Συνόδου και της ελληνικής στάσης σε αυτή, είναι σημαντικό να εξετασθούν οι παράμετροι που πιθανώς οδήγησαν την Ελλάδα σε μια διαφοροποιημένη σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν στάση. Παράμετροι που ασφαλώς σχετίζονται με τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτό το τρίγωνο των σχέσεων ΕΕ- Ρωσίας- Ελλάδας δεδομένης και της πρόσφατης ουκρανικής κρίσης, ωστόσο αντικατοπτρίζουν ενδεχομένως και μια γενικότερη φιλοσοφία αναφορικά με την εξωτερική πολιτική της χώρας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη θέση στο πλαίσιο λήψης αποφάσεων σε επίπεδο ΕΕ. Βάσει αυτών, κατά τη γνώμη του γράφοντος, τη στάση της Ελλάδας στο Συμβούλιο καθόρισαν:
Πρώτον, η πρόθεσή της να εκφράσει μια γενικότερη φιλοσοφία, σύμφωνα με την οποία η χώρα –παρά τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζει και το γεγονός ότι έχει λάβει μεγάλα ποσά ως δάνεια από τους εταίρους της στην ΕΕ- συνεχίζει να αποτελεί ισότιμο μέλος της Ένωσης, με δικό της δικαίωμα γνώμης και δικά της συμφέροντα τα οποία προτίθεται να διεκδικήσει (αποκατάσταση της κυριαρχίας της). Η Ελλάδα επιδιώκει την ευρωπαϊκή ενότητα αλλά δεν είναι διατεθειμένη να δέχεται άκριτα τις όποιες αποφάσεις υποδεικνύονται από τις Βρυξέλλες, προτείνοντας συμβιβαστικές λύσεις που θα διασφαλίζουν το κοινό συμφέρον.
Δεύτερον, η υιοθέτηση μιας διαφορετικής αντίληψης σχετικά με το πώς ορίζεται το «ευρωπαϊκό» συμφέρον. Σε αυτό το πλαίσιο, δε γίνεται αποδεκτός ο διαχωρισμός μεταξύ ελληνικών και ευρωπαϊκών συμφερόντων και θέσεων. Αντίθετα, τα πρώτα νοούνται ως κομμάτι των δεύτερων, ως στοιχείο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Οι ελληνικές θέσεις –όπως και των υπολοίπων κρατών- μελών- αποτελούν μέρος των ευρωπαϊκών. Οι αποφάσεις της ΕΕ αποτελούν ιστορικά ένα συμβιβασμό μεταξύ αντιτιθέμενων συμφερόντων των κρατών- μελών της. Ως εκ τούτου, η διεκδίκηση των ελληνικών συμφερόντων δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο πέρα από μια συνήθη πρακτική σε ενωσιακό επίπεδο.
Τρίτον, η αναγνώριση ότι ο κόσμος έχει αλλάξει καθώς έχουν αναδειχθεί νέες δυνάμεις (κράτη BRICS), οι οποίες παίζουν έναν ολοένα και πιο αναβαθμισμένο ρόλο στο διεθνές πολιτικό και οικονομικό στερέωμα. Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική δεν μπορεί να αγνοεί τη νέα διεθνή πραγματικότητα και τις ευκαιρίες που προκύπτουν. Η βελτίωση των ελληνορωσικών σχέσεων πρέπει να γίνει κατανοητή σε αυτό το πλαίσιο.
Τέταρτον, η απόρριψη της άποψης ότι το άνοιγμα προς τις αναδυόμενες δυνάμεις (και ειδικά στη Ρωσία) συνιστά αντιευρωπαϊκή πολιτική. Αντίθετα, ενισχύει τη θέση της χώρας εντός ΕΕ. Σύμφωνα με τη θέση αυτή, ένα κράτος- μέλος το οποίο διαθέτει αναβαθμισμένη σχέση με τρίτες δυνάμεις, αυξάνει το κύρος και τη θέση του εντός της Ένωσης, δυνάμενο μάλιστα να παίξει ειδικό ρόλο στην εξέλιξη των σχέσεών της με αυτές. Με αυτό το δεδομένο, κρίνεται αντιφατικό πρακτικές που εφαρμόζουν άλλα κράτη- μέλη να γίνονται δεκτές ως φυσιολογικές (ευρωπαϊκές), ενώ όταν η Ελλάδα επιχειρεί να κινηθεί με ανάλογο τρόπο, η στάση της να χαρακτηρίζεται αντιευρωπαϊκή. Επί παραδείγματι, η απόφαση της Γερμανίας να συμμετάσχει στην κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού Nord Stream που τη συνδέει απευθείας με τη Ρωσία (παρακάμπτοντας όλα τα κράτη που παρεμβάλλονται ανάμεσά τους) έγινε αποδεκτή χωρίς να χαρακτηριστεί ως αντιευρωπαϊκή. Σε αυτήν αντέδρασαν μόνο τα θιγόμενα κράτη. Αντίθετα, όταν η Ελλάδα επιχειρεί αντίστοιχα ανοίγματα, η στάση της χαρακτηρίζεται αντιευρωπαϊκή.
Πέμπτον, η υιοθέτηση της άποψης ότι η ρήξη ΕΕ- Ρωσίας δεν είναι προς το συμφέρον της πρώτης (ούτε φυσικά της δεύτερης). Ως εκ τούτου, η κατάθεση προτάσεων που θα απέτρεπε ένα τέτοιο ενδεχόμενο αποτελεί φιλοευρωπαϊκή και όχι αντιευρωπαϊκή πολιτική. Αυτό προϋποθέτει ασφαλώς ότι η Μόσχα θα τηρεί εποικοδομητική στάση σε ό,τι αφορά την ουκρανική κρίση, αποφεύγοντας κινήσεις που εντείνουν το πρόβλημα.
Έκτον, η εκτίμηση ότι η Ρωσία θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή, για λόγους πολιτικούς, ιστορικούς και πολιτισμικούς, ως μέρος της Ευρώπης και όχι ως κάτι ξένο και τρίτο απέναντι σε αυτό που νοείται ως ευρωπαϊκός πολιτισμός. Η Ρωσία αποτελεί τμήμα της ευρύτερης ευρωπαϊκής οικογένειας και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται (βλ δηλώσεις Αλ. Τσίπρα κατά την επίσκεψή του στη Μόσχα το Μάιο του 2014).
Έβδομον, η αποδοχή της άποψης ότι τα συμφέροντα της Ρωσίας, ως μιας παραδοσιακής δύναμης στον ευρωπαϊκό χώρο, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε ό,τι αφορά θέματα ζωτικής σημασίας για εκείνη. Αυτό επ’ ουδενί σημαίνει ότι η ΕΕ πρέπει να υιοθετεί τις ρωσικές θέσεις, αλλά ότι είναι αναγκαίο μεταξύ των δύο πλευρών να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο διαλόγου – ακόμη και σε θεσμικό επίπεδο- εντός του οποίου θα συζητούνται ζητήματα άμεσου κοινού ενδιαφέροντος.
Όγδοο, η εκτίμηση ότι η πολιτική των κυρώσεων δεν αποδίδει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αυτό έχει δείξει η πρόσφατη αλλά και παλαιότερη διεθνής εμπειρία. Όπως μάλιστα φαίνεται και στην τωρινή περίπτωση της Ρωσίας, οι κυρώσεις δε μετέβαλαν τη στάση του θιγόμενου κράτους. Σαφώς προτιμότερη είναι η έναρξη μιας διαδικασίας διαλόγου, η οποία μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα πιο αποτελεσματικά.
Συμπερασματικά, η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική δείχνει να εκφράζει μια νέα αντίληψη σχετικά με τη θέση της χώρας εντός της ΕΕ, το τι συνιστά ευρωπαϊκό συμφέρον, τι ορίζεται ως ευρωπαϊκό και αντιευρωπαϊκό αλλά και το ποια θα πρέπει να είναι η πολιτική της Ένωσης έναντι της Ρωσίας. Σε κάθε περίπτωση, τα όσα ακούστηκαν περί αλλαγής του στρατηγικού προσανατολισμού της χώρας προς τη Ρωσία κρίνονται αβάσιμα. Είναι τέλος δεδομένο ότι στην όποια ανάλυση των ελληνορωσικών σχέσεων, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και ο αμερικανικός παράγοντας, δεδομένης της διάθεσης της ελληνικής κυβέρνησης να τον εμπλέξει ως μέσο πίεσης έναντι της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ.
_____________________________________________________________________
*Ο Αντώνης Π. Σκοτινιώτης είναι Υποψήφιος Διδάκτορας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς - Το άρθρο αναρτήθηκε στις 6.2.2015 στον ιστότοπο greeklish.info
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου