Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Το παζάρι του Βόλου στο πέρασμα του χρόνου

Το παζάρι του Βόλου, το οποίο ανοίγει και πάλι τις πύλες του τα μεσάνυχτα της Κυριακής προς Δευτέρα 6 Αυγούστου, αποτελεί ένας από τους πιο μακροχρόνιους και δημοφιλείς θεσμούς της περιοχής. Στην πολυκύμαντη ιστορική διαδρομή του, παρά τις διαφορετικές τάσεις, απόψεις και προβληματισμούς που καταγράφηκαν, δεν έχασε την αίγλη του και, ακόμη και σήμερα, εξακολουθεί να αποτελεί πόλο έλξης για μικρούς και μεγάλους, ντόπιους και επισκέπτες.  
Ο θεσμός των παζαριών-εμποροπανηγύρεων, του οποίου οι ρίζες ανιχνεύονται στην αρχαιότητα, εκτός από την κύρια εμπορική του διάσταση,  παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον από λαογραφικής και ιστορικής σκοπιάς. Ο μεγάλος αριθμός εμποροπανηγύρεων που οργανώνονταν στο Βυζάντιο αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα για τη συμβολή τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας του ελλαδικού χώρου, ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα, διεξάγονταν εμποροπανηγύρεις στην Πελοπόννησο (Τρίπολη, Μυστράς, Καλάβρυτα), στη Θεσσαλία (Λάρισα, Μοσχολούρι, Ελασσόνα, Φάρσαλα), την Ήπειρο (Ιωάννινα, Άρτα, Κόνιτσα, Παραμυθιά) και αλλού. Στην πόλη μας, ως απομίμηση των συντεχνιών- παζαριών, εβδομαδιαία παζάρια λειτουργούσαν και επί τουρκοκρατίας, στη συνοικία των Παλαιών.  Ήταν ο μόνος τρόπος διάθεσης και διακίνησης των συντεχνιακών προϊόντων που αποκλειστικά κινούνταν από εμπόρους, τεχνίτες και επαγγελματίες, που κατέβαιναν συνήθως από το Πήλιο αλλά και τις γύρω περιοχές του κάμπου.

Το πρώτο παζάρι
Το 1893, έτος που πρωτολειτούργησε ο Ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (ο παλιός Ναός –ξύλινο παράπηγμα), μετά από απόφαση του Δήμου Παγασών,  επί δημαρχίας Αλέξανδρου Τοπάλη (αρ. απόφ.233/1993), οργανώθηκε, για πρώτη φορά στο Βόλο, παζάρι με την έννοια της εμποροπανήγυρης, στο διάστημα 5-12 Αυγούστου στην πλατεία Στρατώνος, σήμερα πλατεία Ρήγα Φεραίου. Το ετήσιο παζάρι του Βόλου θεσμοθετήθηκε επίσημα ως «εμπορική πανήγυρις» με το από 29.9.1983 Β/Δ/γμα, το οποίο προέβλεπε: «Και η μεν αγορά των ζώων ενεργείται εν τω έξωθι του φρουρίου αλιπέδω της Μπουρμπουλήθρας, η δε των άλλων εμπορευμάτων εν τη Πλατεία του Στρατώνος. Εκ της πανηγύρεως ταύτης ο δήμος έχει εισόδημα 4.000 και πλέον δραχμών εξ’ ενοικιάσεως παραπηγμάτων και ασκεπών τμημάτων γης». (Εμπορικός Οδηγός Βόλου, Στατιστικόν Τμήμα, 1901, σ. 113).
Οι επόμενοι Δήμαρχοι των αρχών του 20ού αιώνα (Ιω. Χατζηαργύρης, Ν. Γεωργιάδης, Ιω. Καρτάλης, Κων. Γκλαβάνης, Σπ. Σπυρίδης κλπ) υποστήριξαν το θεσμό,  συνεχίζοντας αδιάκοπα την ετήσια  διοργάνωση του παζαριού «του Σωτήρος». Αυτό μαρτυρούν οι ετήσιες αποφάσεις των δημοτικών συμβουλίων με τα πρακτικά των επιτροπών, τις μειοδοτικές δημοπρασίας περί κατασκευής των ξύλινων παραπηγμάτων της εμποροπανήγυρης και άλλες δραστηριότητες. Η διοργάνωση, που επί σειρά ετών, φιλοξενήθηκε στην πλατεία Στρατώνος, επειδή εκεί ήταν το επίκέντρο της εμπορικής ζωής, αποτελούσε ένα μεγάλο εθιμικό γεγονός με ιδιαίτερη πολιτιστική  και κοινωνική αξία, που αν και λαϊκό, ήταν προσφιλές για όλες τις κοινωνικές τάξεις της πόλης του Βόλου. Αλλά και οι Πηλιορείτες, που περίμεναν με λαχτάρα την ημέρα του «Σωτήρος», το είχαν «τάμα» κάθε χρόνο, αυτή την εποχή, να αφήσουν τις δουλειές τους και να κατέβουν στο Βόλο χρησιμοποιώντας κάθε μεταφορικό μέσον: το τρενάκι, τα καϊκια, αν ήταν από παράκτια περιοχή, τα ζώα αλλά και με τα με τα πόδια, πολλές φορές, προκειμένου να επισκεφθούν το πανφημολογούμενο «μεγάλο παζάρι του Βόλου», να ψωνίσουν και να ξεσκάσουν λιγάκι. Γιατί το παζάρι «ίσον-κυρίως-χάζι και χαρούμενη φασαρία».

Για διασκέδαση και προμήθειες
Στο παζάρι του Βόλου υπήρχε μεγάλη επισκεψιμότητα από ολόκληρη τη Θεσσαλία, τόσο, που οι Θεσσαλικοί Σιδηρόδρομοι προγραμμάτιζαν ειδικά δρομολόγια με μειωμένες τιμές για την εξυπηρέτηση του πολυπληθούς κοινού. Οι επισκέπτες-παζαριώτες από τη Θεσσαλία ερχόμενοι στο Βόλο είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν και λίγο τη θάλασσα, αφού, όπως έχει γραφεί «έρχονταν στο Βόλο, έμπαιναν λίγο και στο καλή του η ώρα «τραμβάϊ» πήγαιναν ως τον Άναυρο και έπλεναν το ιδρωμένο κορμί τους οι «ταλαιπωρημένοι» του Θεσσαλικού κάμπου» (βλ. Ομαδική Προσπάθεια δασκάλων της Α΄Εκπ. Περιφέρειας Μαγνησίας, Ο Βόλος και το Πήλιο, Α΄τόμ. Βόλος 1959, σ. 206-210). Την ημέρα του «Σωτήρος» περίμεναν σχεδόν οι πάντες και όπως χαρακτηριστικά έχει γραφεί «πολύ πριν την ημέρα αυτή έπαυε κάθε αγορά και κάθε ψώνιο και σε κάθε ανάγκη που παρουσιάζονταν σ’ όλα τα σπίτια, μια και στερεότυπη ήταν η απάντηση: «Του Σωτήρος». Και πραγματικά. Τότε γίνονταν όλες οι προμήθειες. Τάχα για φθηνότερα. Γι’ αυτό και τα παλιά παζάρια του Βόλου είχαν μεγάλη και ζωηρή κίνηση. Πολλοί έμποροι Βολιώτες και ξένοι είχαν την παράγκα τους στην πλατεία Ρ. Φεραίου και πολύ χρήμα κυκλοφορούσε στα χέρια τους εκείνες τις ημέρες.» (στο ίδιο: Ο Βόλος και το Πήλιο, 1959).
Όλα δούλευαν καλά στο παζάρι του Βόλου, αλλά αυτό που είχε συνήθως τη μεγαλύτερη επιτυχία ήταν, εκτός από τα παιδικά παιχνίδια (ξύλινα αλογάκια κλπ), τα «θαυμάσια» και «αξιοπερίεργα» θεάματα, όπως η  περίφημη «νταρντάνα» η Σουλτάνα, οι «δαμαστές» φιδιών, η «γυναίκα που έραβε με τα πόδια», οι θαυματοποιοί, οι «ήρωες της φωνής» και άλλα πολλά που έδιναν ιδιαίτερη  ζωντάνια και χρώμα. Στα θεάματα του παζαριού κυρίαρχο ρόλο είχαν πάντα και οι θεατρικές παραστάσεις, που έδιναν στο χώρο περιφερόμενοι θίασοι. Στη μνήμη αρκετών βολιωτών είναι ζωντανό ακόμη  το θέατρο «Παπαδοπούλου»,  που επί πολλά χρόνια  επισκεπτόταν το παζάρι του Βόλου στήνοντας μια μεγάλη αυτοσχέδια σκηνή και έχοντας ως καθίσματα πάγκους για το κοινό. Μια χρονιά μάλιστα, ύστερα από μεγάλη καταιγίδα, το ορμητικό νερό της βροχής παρέσυρε τη σκηνή και τα αυτοσχέδια σκηνικά και οι ηθοποιοί έδωσαν την παράσταση πάνω στο χώμα. Εκτός όμως από αυτά, που μόνο γέλιο και ψυχαγωγία προσέφεραν, οι «λοταρίες» και οι «καταφερτζήδες» αποτελούσαν τη μεγαλύτερη πληγή του παζαριού, αφού μέσα στο συνωστισμό, εύκολα έβρισκαν πρόσφορο έδαφος να δράσουν, με θύματα πολλούς ανυποψίαστους χωρικούς που τους έστηναν «ενέδρα» για να δοκιμάσουν δήθεν την τύχη τους. Πολλά τέτοια και άλλα ευτράπελα περιστατικά έχουν διασωθεί  από την προφορική παράδοση.

Μνήμες
Το παζάρι συνέχισε να γίνεται, επί πολλές δεκαετίες, πάντα με διοργάνωση του Δήμου Παγασών, μετά το 1954, του Δήμου Βόλου, εκτός από την περίοδο του Πολέμου που διακόπηκε. Το σημείο διεξαγωγής του ήταν το ίδιο, η πλατεία Ρήγα Φεραίου, ενώ το ζωοπάζαρο σε ένα ανοικτό χώρο πίσω από τη συνοικία των Παλαιών. Υπάρχουν ακόμη αρκετοί βολιώτες, που, μικρά παιδιά τότε, έτρεχαν ασταμάτητα στα χωμάτινα στενά του παζαριού μη χορταίνοντας να το ευχαριστιούνται καθημερινά, από την ώρα που άνοιγε ως την ώρα που έκλεινε. Το παζάρι θυμάται, και από την προπολεμική ακόμη περίοδο, μαζί με όλα τα παραλειπόμενά του ο Δημήτρης Τσιλιβίδης, ο οποίος περιγράφει με λεπτομέρεια την εικόνα της πλατείας Στρατώνος και διηγείται το πώς ο περίφημος «κήρυξ» (υπάλληλος του Δήμου Παγασών-επιφορτισμένος με την ανοικτή δημοπρασία), βροντοφώναζε τα ονόματα των εκμισθωτών ανακοινώνοντας τις προσφερόμενες τιμές των χώρων, διαδικασία που για χρόνια γίνονταν υπαίθρια, στο πίσω μέρος του παλιού Δημοτικού Θεάτρου Βόλου και  κρατούσε 2-3 μέρες. Αυτό που επίσης έχει ενδιαφέρον,  είναι ότι το 1922, αρκετοί, από τους πρόσφυγες που ήρθαν στο Βόλο, είχαν εγκατασταθεί στις εγκαταστάσεις των στρατώνων στην ομώνυμη πλατεία (εκεί που βρίσκεται σήμερα το Δημοτικό Θέατρο), δηλαδή δίπλα από τις πρόχειρες εγκαταστάσεις του παζαριού, σε απόσταση αναπνοής από το κτήριο των φυλακών, το δημοτικό αμαξοστάσιο από την πλευρά της Παπαδιαμάντη, το  οίκημα των δημοτικών αποχωρητηρίων και τις παράγκες των καταστημάτων των προσφύγων κατά μήκος της οδού Λαρίσης –σήμερα Γρ. Λαμπράκη, οι οποίες καταστράφηκαν από φωτιά το 1936. Αυτές ήταν περίπου οι εγκαταστάσεις της πλατείας Στρατώνος με το παλιό Δημοτικό Θέατρο να δεσπόζει στην ανατολική της πλευρά. Εκεί κοντά,  υπήρχε και μια τουλούμπα, κατά τον Δ. Τσιλιβίδη, που είχαν τοποθετήσει οι ζωόφιλοι της εποχής για να ποτίζονται τα ζώα. Αυτή η τουλούμπα «ξεδιψούσε» τον εμπορικό κόσμο του παζαριού συνεπικουρούμενη και από μια δεύτερη που ήταν προς την πλευρά των στρατώνων.
Η εμποροπανήγυρη του Βόλου με εγχώρια και ευρωπαϊκά προϊόντα επαναλειτούργησε μετά την Κατοχή, στη διάρκεια του Εμφυλίου, πάντα του «Σωτήρος», εμπλουτισμένη και με μια έκθεση, τη λεγόμενη «Πανθεσσαλική», όπου δινόταν η ευκαιρία να δει κανείς από κοντά την πρόοδο των θεσσαλικών βιοτεχνιών και βιομηχανιών, της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Βεβαίως ο «φαρσαλινός χαλβάς» είχε μια πάντα ιδιαίτερη θέση, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν τότε άλλα κεράσματα. Το σημείο διεξαγωγής του παζαριού ήταν πάντα στο ίδιο σημείο, εκτός από μια πολύ μικρή περίοδο, που οργανώθηκε στην παραλία κατά μήκος του πάρκου (εκεί που γίνεται σήμερα η «έκθεση βιβλίου») και τα τελευταία χρόνια στην περιοχή της Νεάπολης (έως και το 1988). 

Η εξέλιξη
Από τα τέλη, όμως, της δεκαετίας του 1960 το παζάρι είχε αρχίσει να διχάζει τους «φανατικούς» υποστηρικτές του. Πολλοί είχαν αρχίσει να ζητούν   την κατάργησή του για διαφόρους λόγους, είτε επειδή οι αγοραστές έβρισκαν εκεί «φθηνό εμπόρευμα αλλά σκάρτο», είτε επειδή αποτελούσε πληγή για τους  καταστηματάρχες εμπόρους, ή ακόμη επειδή θεωρούσαν ότι ο θεσμός είναι πλέον  αναχρονιστικός που καθόλου δεν συμβάδιζε με το πνεύμα της εποχής. Ο προβληματισμός αυτός, που ενισχυόμενος από τις εκάστοτε κοινωνικές-οικονομικές συνθήκες, κατά καιρούς απασχόλησε έντονα το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης.
Μετά από μια πολυκύμαντη διαδρομή τάσεων, απόψεων και προβληματισμών και ενώ, στο μεταξύ, το παζάρι σταδιακά είχε κάπως υποβαθμιστεί, ενώ, στο μεταξύ, άλλοι χώροι  και χρήσεις για την παραγωγική φυσιογνωμία της περιοχής είχαν δημιουργηθεί στην πόλη, το 1988, το Δημοτικό Συμβούλιο Βόλου μετά από μια πολύωρη και διεξοδική συζήτηση έλαβε την ιστορική απόφαση (κατά πλειοψηφία) να καταργηθεί, με την προϋπόθεση όμως, σύμφωνα με την πρόταση του τότε Δημάρχου Μιχάλη Κουντούρη, ότι από το επόμενο έτος (1989) θα λειτουργούσε στο ίδιο περίπου σημείο η έκθεση Παραγωγικής Φυσιογνωμίας της περιοχής, στις εγκαταστάσεις του εκθεσιακού χώρου του Πεδίου Άρεως. Παράλληλα η απόφαση προέβλεπε «τη διενέργεια δημοψηφίσματος σε χρόνο που θα καθορισθεί με νεώτερη απόφαση και πάντως μετά το πέρας λειτουργίας της Εκθέσεως, ώστε να εκφρασθεί η γνώμη του λαού της πόλεως για τη διατήρηση ή την κατάργηση του θεσμού, ιδιαίτερα μετά την εμπειρία που θα υπάρξει από τη λειτουργία της Εκθέσεως». (9η Συνεδρίαση Δημ. Συμβουλίου/20.5.1988).  Τελικά η οριστική απόφαση κατάργησης του παζαριού λήφθηκε το 1989 (αρ. απόφ. 129/1989) και εκείνο το καλοκαίρι δεν έγινε το παζάρι ύστερα από 95 χρόνια λειτουργίας του, ενώ παράλληλα αποφασίστηκε η έναρξη λειτουργίας της έκθεσης Παραγωγικής Φυσιογνωμίας της πόλης από το 1990.
Από εκεί και πέρα η διαδρομή της ιστορίας του παζαριού είναι γνωστή. Σχεδόν αμέσως μετά την κατάργησή του από το Δήμο Βόλου, με πρωτοβουλία της Κοινότητας Διμηνίου το παζάρι το 1990 μεταφέρθηκε στο Διμήνι – διοργάνωση που διατηρήθηκε μέχρι και το 2010 από το μετέπειτα Δήμο Αισωνίας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: